United States or Hong Kong ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όταν έρθης όμως στην πραγματικότητα και στην πείρα, δε θαύρης τίποτ' απ' όλα αυτά. Είνε σαν εκείνα τα ωραία όνειρα, που όταν ξυπνάς δε σ' αφίνουν τίποτ' άλλο παρά μόνον τη δυσαρέσκεια που τα πίστεψες. ΑΡΓΓΑΝ Δηλαδή όλη η επιστήμη του κόσμου είνε κλεισμένη μέσα στο κεφάλι σου και νομίζεις πως ξαίρεις περισσότερα από όλους τους μεγάλους γιατρούς του αιώνος μας.

Τ' έχεις, φλογέρα, πες μου το, πες μου το, μη σωπαίνης· Τι κλαις μονάχη και ξυπνάς την πλάσι από τον ύπνο; Και τον κρυφό τον πόνο μου ξυπνάς και την καρδιά μου, Κ' αρχίζει τ' αναστέναγμα, αρχίζει και το κλάμα! Φαρμακωμένη η δύστυχη μέρα με μέρα σβυέται, Αφ' όντας την αγάπη μου τα μάτια μου δεν είδαν.

Ντα ξυπνάς ποτέ σου την ταχυνή για να δης είντα γίνεται; απήντησεν ο Αστρονόμος πειραχθείς. Και σήμερο κιαμμιά γρα θα ψοφήση απού σευρήκε ο ήλιος ξυπνητό. Ο Μπαρμπαρέζος έστρεψε τα νώτα περιφρονητικώς, χωρίς να δώση απάντησιν και καθήσας επί της απαλής χλόης του αρμού εξηκολούθησε να καπνίζη. Άλλος όμως εκ παρακειμένου αγρού, διά να εξερεθίση τα πράγματα, είπεν ότι είχε δίκιο ο Μπαρμπαρέζος.

Εγώ εις αυτούς τους ανθρώπους, αν είχα εξουσίαν, θα έθετα φίμωτρον. Έγεινε δύο η ώρα, κι' ο Γούμενος εκοιμάτο κι' ο κόσμος εκρύωνεν. Ο Γιώργης το Μπονακάκι μου προσεφέρθη να υπάγη να ξυπνήση τον Γούμενον. — Όχι, μην τον ξυπνάς. Δεν έχομε θάρρος στον άνθρωπον. Πάμε μέσα, κ' εγώ θ' αρχίσω τον «Πολυέλεον», διά να πάρω την μπόρα . . . δηλαδή διά ν' αναλάβω την ευθύνην.

Κοιμάσαι συ. Εγώ στέκω έξυπνος, και σε φυλάγω. Άμα φέξη, άμα εβγή ο αστέρας, άμα το πρώτο γλυκοχάραγμα φανή στον ουρανό, σ' εξυπνώ, ή ξυπνάς μοναχή σου, και φεύγομε. Θέλεις άλλο τίποτε; Δεν πιστεύεις εμένα; Εγώ είμαι πατέρας σου. Η Αϊμά δεν ετόλμησε να επιμείνη, και ηναγκάσθη να δεχθή το μέσον τούτο. Ο Πρωτόγυφτος εκλείδωσεν έσωθεν την θύραν, και τη έδωκε την κλείδα.

Και συ φλογέρα μου, γιατί, γιατί δεν ησυχάζεις; Τ' έχεις καϋμένη, και βογγάς και κλαις κι' αναστενάζεις, 'Σ όλην αυτή την ερημιά, 'ς όλην αυτή τη νύχτα, Και λες τραγούδι φλίβερο και παραπονεμένο, Και τον αντίλαλο ξυπνάς 'ςταίς λαγκαδιαίς, 'ςτά δάση, Ξυπνάς κι' από τον ύπνο της την ώμορφη την πλάσι;... Ξύλο δεν ήσουν άλλαλο κι' ανώφελη βεργούλα, Κ' εγώ ο μαύρος σου χάρισα ακέρηα την ψυχή μου; Σώδωκα αθάνατη φωνή και πόνο και γλυκάδα, Που σε ζηλεύουν σαν σ' ακούν ακόμα και τ' αηδόνια.