Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 2 Μαΐου 2025


Η μητέρα του έδραμεν εις την θύραν ανήσυχος. — Μανωλιό, πού πάς, παιδί μου; Για το Θεό μην κάνης κιαμμιά κουζουλάδα. — Δεν πάω ποθές, είπεν ο Μανώλης χωρίς να στρέψη την κεφαλήν και απεμακρύνθη με σπουδήν, κατακυλίων τους λίθους του δρόμου με τους πόδας του. — Άφηςτονε, είπεν ο Σαϊτονικολής απωθών την σύζυγόν του εκ της θύρας.

Οι δύο σύζυγοι αντήλλαξαν βλέμμα απορίας. — Μαπώς σούρθε πάλι αυτό; ηρώτησεν ο Σαϊτονικολής. — Ετσά θέλω, απήντησε με πείσμα ο Μανώλης. — Μα θάχης μια αφορμή. Δε μας τη λες; — Δεν έχω πράμμα, μόνο δε θέλω να τσοι κατέω μπλειο τσοι Θωμαδιανούς. Αυτό 'νε. — Τσοι Θωμαδιανούς και την Πηγή μαζή; — Μούδε την Πηγή θέλω, μούδε κιαμμιά. — Κιαμμιά!

Φως μου, το ζαριφλίκι σου σάλλη κιαμμιά δεν τώδα. Την εκτίμησιν, αν όχι τον ενθουσιασμόν του, διά την Πηγήν συνεμερίζετο και η σύζυγός του. Φτωχοπούλα ήτο, αλλά μήπως και αυτοί ήσαν πλούσιοι όταν επάρθηκαν; Φτωχός φτωχήν αγάπησε κι ο Θεός τσευλόγησε. Καλή καρδιά νάνε κιόλα έρχονται δεξιά.

Πρέπει να ξεθαρρέψη, γιατί 'νε μια ολιά φοβιτσάρης ακόμη κείνε 'ντροπή τέτοιος νιος να φοβάται. Μα δεν κάνει δα και μεγάλα πράμματα ο φουκαράς. Ο Στρατής πάλι θα τούκαμε κιαμμιά αναποδιά και τον αγρίγεψε. Μα σαν του πω εγώ ένα λόγο, ένα μόνο λόγο, σαν έρθη ο καιρός, θα γενή αρνάκι.

Εγώ που άλλοτε έλεγα σόποιο με ρωτούσε ποιαν αγαπώ και ποια θα πάρω, τώρα ήθελα να κρύβω την αγάπη μου στα κατάβαθα της καρδιάς μου. — Σε κιαμμιά, είπα απότομα. Θες να τση το πω; Μιλιά εγώ. Αλλ' όταν ο αγωγιάτης δευτέρωσε την ερώτηση του, δεν κρατήθηκα κείπα όχι μένο ζωηρό ανασήκωμα του κεφαλιού. Ο Δρακογιώργης γέλασε.

Είπε το κλήμα στον τράγο, που τώτρωγε: «Κιως τη ρίζα να με φας, πάλι θα βλαστήσω και θα δώσω το κρασί να χαροκοπήσουν κείνοι που θα σε βάλουνε στη σούβλα. Λίγα χρόνια προ του 1821 στο Κράσι της Πεδιάδας. Ο Σιφογιάννης βγήκε από το σπίτι του κιαπό πίσω η γυναίκα του φάνηκε στην πόρτα και τούπε: — Καλιά 'χα 'γώ να μην πας, η μέρα πούνε. — Μα δε θα κάμω δα κιαμμιά δουλειά, ευλοημένη.

Δε σου τώπα; Θα πάω να δω αν είνε καιρός για διπλοσκάφισμα. — Ο Θεός μαζή σου, μια που δε μ' ακούς. Λες πως δε θα δουλέψης· μα μπορείς τουλόγου σου να πας στα γονικά σου και να μην κάμης κιαμμιά δουλειά, και Λαμπρή νάνε; Ο γάιδαρος περίμενε μπροστά, στην πόρτα στρωμένος, κιο Σιφογιάννης, ενώ τον έλυνε, είπε στην γυναίκα του με λίγο νεύρωμα: — Μα σου τώπα δα, σου τώπα, πως δε θα δουλέψω.

Λέξη Της Ημέρας

δέτη

Άλλοι Ψάχνουν