United States or Iraq ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΘΕΡΑΠΩΝ Αν ήταν ξένος ο νεκρός, δεν μ' έμελε να βλέπω εσένα να γλεντάς εδώ. ΗΡΑΚΛΗΣ Βέβαια, για έναν ξένο δεν έπρεπε να μείνω εγώ χωρίς φιλοξενία. ΘΕΡΑΠΩΝ Δεν είναι ξένος ο νεκρός. Είναι πολύ δικός μας. ΗΡΑΚΛΗΣ Πώς; Πάει τέτοια προσβολή ο Άδμητος σε μένα να κρύψη από τον ξένον του τη λύπη του; ΘΕΡΑΠΩΝ Δεν ήλθες σε μια στιγμή κατάλληλη. Εμείς έχομε πένθος.

Μας βλέπει, λέει, από τα παράθυρά του και μας χαίρεται, γιατί έχομε πολλά παιδιά και καλή καρδιά, και ζούμε χαρούμενοι και διασκεδάζομε . . . Κάνομε λιγάκι ανησυχία καμμιά φορά, μα δεν τον πειράζει, λέει . . . η γυναίκα του μας καμαρόνει . . . — δεν έχει, ξεύρεις, παιδί η καϋμένη. . . . Τι έλεγα; . . . α ναι το λοιπόν, μας λυπήθηκε, λέει, εμένα και σένα, να μας βλέπη έτσι να δουλεύωμε όλη μέρα, και του ήρθε, λέει, η ιδέα να μας κάμη ευτυχισμένους.

Και τους λέει· Παιδιά μου, εγώ Όσο βλέπω, δεν αργώ 580 Τούτη τη ζωή να χάσω, Και στην άλλη να περάσω· Όθεν, πριν σας χωριστώ, Σαν πατέρας σας, χρωστώ Να σας πω τη θέλησί μου, 585 Κι' όλη την κατάστασί μου· Το γνωρίζετε καλά, Πως δεν έχομε πολλά· Ένα σπίτι, ολίγο πράμμα, Και μ' αυτά το αμπέλι αντάμα. 590 Το αμπέλι είν' αρκετό, Επειδής κι' εμείς μ' αυτό Επορέψαμαν ως τώρα, Οι καλήτεροι στη χώρα.

ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Σας παρακαλώ και τους δύο σας να μη φύγετε πριν μου φέρουν το καινούργιο φόρεμα. Θέλω να με δήτε. Ο ΧΟΡΟΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ Όπως επιθυμείτε. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Θα με δήτε καθώς πρέπει ντυμένο, από την κορφή ως τα νύχια. Ο ΜΟΥΣΙΚΟΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ Δεν έχομε καμμιά αμφιβολία. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Έκανα τούτο το τσίτινο, που... Ο ΧΟΡΟΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ Έξοχο!

Πάω να ιδώ στην κάμαρά της, με συγχωρείτε. Η ΘΕΑΤΡΙΝΑΠώς πονώ! ΛΕΛΑΠάμε στην κάμαρά σου. Θα σου τα τοιμάσω όλα για την ένεση, σαν καλή νοσοκόμα. Η ΘΕΑΤΡΙΝΑΕίσαι τόσο καλή, Λέλα μου. ΛΕΛΑΔεν είναι τίποτε. Τώρα αισθάνομαι πολύ καλά. Οι παραπάνω, Μ-ΑΡΓΥΡΗΣ Μ-ΑΡΓΥΡΗΣΔεν είναι ζωή αυτή. Κλάματα αποδώ, γκρίνιες αποκεί, νεύρα . .. Πάλι τα ίδια έχομε. ΛΕΛΑΤι τρέχει Μ-Αργύρη;

Εμείς έχομε δόξα για πούλημα, αυτός έχει παρά για δόσιμο· το λοιπόν τράμπα! — Τράμπα! φωνεί ο χορός. — Κι' αν κάμη τον κουφό; λέγει δειλώς ο μικρός Μουχαδή. — Κάνουμε κ' εμείς το στραβό, απαντά αποφθεγματικώς ο Γιακούπ. — Ο λόγος μας, που του δώσαμε;

Είναι αδύνατο να μη νοιώση κανείς ότι σ' αυτό εδώ το κομμάτι έχομε την έκφραση ενός ανθρώπου, που είχε αληθινό πάθος για τα γράμματα. «Να βλέπη, ν' ακούη να γράφη γενναία πράματα», να, ποιος ήταν ο σκοπός του.

Η Αθήνα φάνταξε μπροστά της σαν ένας Παράδεισος γεμάτος αγγέλους, που πέφτουνε στα πόδια των κοριτσιών και τα προσκυνάνε. Δεν έβλεπε την ώρα πότε να φύγουνε. — Και πότε με το καλό θα φύγωμε, ψυχομάννα; — Το γρηγορώτερο, παιδί μου. Την Κυριακή περνάει το βαπόρι. Έχομε τρεις μέρες ακόμη. Πιάσε να συμμαζέψωμε σιγά-σιγά τα σκουτιά μας, να βολέψωμε τις δουλειές μας και να ρίξωμε πέτρα πίσω μας.

Μα δεν έχομε τα έξοδα. «Τα έξοδα βρίσκονται, μου είπε. Σ' ένα χρόνο μέσα θα τα βγάλης. Ας είνε καλά ο Μιχαληός! Να σου βρω εγώ, Νικόλα παιδί μου. Δεν έχω κ' εγώ, μα γιατί σ' αγαπώ και σε λυπάμαι, θα πάρω από το μπατζανάκη μου να σου δώσω...» Σήκωσα είκοσι λίρες κ' έβαλα το σπίτι υποθήκη. Αυτό μούμενε. Έφυγε ο Μιχαληός με το καλό.

Και μες στην πόλη ο στεναγμός περνά· στενάζουνε κ’ οι πύργοι κ’ η χώρα που τους αγαπούσε και στους διαδόχους μένουνε τα κτήματα, γι’ αυτά που η αμάχη κι ο άθλιος θάνατος τους βρήκε. -Με ισιάδα μεραστήκανε οι αψίκαρδοι τα κτήματά τους, κ’ οι φίλοι τους παράπονο δεν έχομε με το συβιβαστή τους και δε χαρίστηκεν ο Άρης.