Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 12 Ιουνίου 2025


Ο Λογιότατος, σαν αποσυλλογίσθηκε στα λόγια του Γέροντα, η ομιλία σου, του είπε, με καταπείθει· αλλ' αυτό το μέσο, οπού έχομε για να γρηκιούμαστε, δεν είναι αρκετό να παραστήση όλαις ταις ιδέαις, οπού θέλουν να φανερώσουν οι προκομμένοι.

Τι; τον ρώτησε τέταρτος. — Τι;.... Έχομε το παιδί του εδώ πέρα... — Και σαν τώχομε; — Να το βάλωμε στη θέση του πατέρα του....... κριτή. — Μπρε αλήθεια! Να το βάλωμε κριτή. Αν και μικρό ακόμα, θα ξέρη να ειπή κάτι, ως παιδί του κριτή μας. — ΣπύροφώναξεΣπύρο Τι γίνεται ο Σπύρος του κυρ-Χρήστου;

Ουδ' είναι ανάγκη ν' ανατρέχωμεν προς απόδειξιν της ανταποδόσεως ταύτης εις άλλους καιρούς και τόπους, αφού οικείον και πρόσφατον έχομε το παράδειγμα του γιγαντιαίου εκείνου λευκού γάτου του αιδίμου Κουμουνδούρου όστις, αν και ήτο η εποχή των ερώτων, ουδ' επί στιγμήν απεμακρύνθη του προσκεφαλαίου του κατά την πολιήμερον προς τον θάνατον πάλην, και έπειτα επήγε ν' αποθάνη κ' εκείνος εκ της λύπης εις μίαν γωνίαν, και οι σκύλοι του μακαρίτου εξηκολούθουν να τρώγουν, να πίνουν και να γαυγίζουν και θερμότατοι φίλοι του μετέβαινον να προσκυνήσωσι τον κ.

Η Αϊμά ήτο εν τω κήπω. Οι δύο νεαροί Γύφτοι ήσαν εν τη καλύβη και διηυθέτουν τα εργαλεία, Ηκούετο ο συριγμός του Μάχτου, και το άσμα του Βούγκου «Εσύ πεθαίνεις, μάστορη». Η γραία γύφτισσα εκάθητο αντικρύ του συζύγου της, όστις ηκούετο γογγύζων. — Τι να φάμε απόψε; έλεγεν η γραία. — Εμένα ρωτάς; εγόγγυζεν ο γέρος. Γμου!... Γρου!... — Δεν έχομε τίποτα, είπεν αύθις η γυφτισσα.

Δεν λέγω, ότι δεν είνε πιστευτά και σ’ άλλα ελληνικά μέρη, αλλ’ ημείς ως έδρα των ηθογραφιών μας έχομε την Ήπειρο, και μόνο τες δοξασίες του Ηπειρωτικού Λαού αναγράφομε σ’ αυτό το ποίημα.

Μα έτσι, σαν κουβεντιάζω για τη μάννα σας, θαρρώ πως την έχομε μαζί μας στο τραπέζι, μέρα που είνε. Και γύριζε πάλε στον Μοναχάκη, σκουπίζοντας τα μάτια του. — Να, τούτος, μούμοιασε, ο Μοναχάκης. Ιδιος κι' απαράλλακτος. Καλόγνωμος και πονετικός σαν κ' εμένα. Χαρά στη γυναίκα που θα τον πάρη. Όπως έζησα εγώ με τη μακαρίτισσα τη μάννα σας, άμποτε να ζήση κι' αυτός. Μονοιασμένα κι' αγαπημένα.

Που θα πη, εμείς δεν την έχομε, είπεν εκείνος με πείσμα και εστράφη να φύγη γρήγορα, χωρίς να περιμένη ν' ακούση την απόκρισι της Σμαραγδούλας, η οποία σαν να είχεν αρχίση να λυγίζεται. Στα ερωτικά δεν ήταν τεχνίτης ο Ζώης και άκουε περισσότερο το πείσμα του, κι' αυτό τον έφαγε.

Αν δεν ήμουν βέβαιη πως η μητέρα μου ήταν τίμια γυναίκα, θα έλεγα πως μου φούρνισε κάποιο αδερφάκι ύστερα απ' το θάνατο του πατέρα μου. ΑΡΓΓΑΝ Φέρε τον εδώ. ΒΕΡΑΛΔΟΣ Η δουλειά σου πάει θαυμάσια. Δεν προφθαίνει να φύγη ο ένας γιατρός και σούρχεται άλλος. ΑΡΓΓΑΝ Πολύ φοβούμαι μη γίνης αιτία συμφοράς. ΒΕΡΑΛΔΟΣ Πάλι; πάλι τα ίδια έχομε;

Τώρα ας μας πιάσουν! ανέκραξεν ευθύμως το Λιαλιώ. Μου φαίνεται πως είνε μακρύτερα από μας. — Ω! βέβαια· πολύ μακρύτερα. Μα έχουν πολλά κουπιά. — Κ' ημείς έχομε μεγάλη δύναμι! Κ' εδιπλασίασε την ζέσιν της εις την κωπηλασίαν.

Μα η Ουρανίτσα έκανε το χειρότερο ταξίδι από όλους. Ανάμεσα ουρανό και πέλαγο, κινδύνευε και θαλασσοπνιγότανε. Και το σπίτι ταξίδευε κι' αυτό, ταξίδευε με το σορόκο, σάλευε αλάκερο, έκανε νερά. Ο καπετάν Λαλεχός σήκωσε τα μάτια του από την πετονιά σ' ένα τρίξιμο δυνατό που έκαναν τα πορτοπαράθυρα. — Πρίμα ταξιδεύουμε! είπε, δεν έχομε ανάγκη. Ας φυσάη ως που να σκάση.

Λέξη Της Ημέρας

στάθη

Άλλοι Ψάχνουν