Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 19 Μαΐου 2025


Ο Μαθιός έβαλε μια δυνατώτερη φωνή, καμπανίζοντας τα λόγια του έναένα, σταράτα, σαν ντελάλης: — Εγώ ψεύτης! Σύρτε στο γιαλό να μάθετε τα μαντάτα. Ο Μιχαληός ο Καλόγνωμος εδώ είνε. Ό,τι έφτασε από την Αουστράλια. Σύρτε να μάθετε τα μαντάτα. Τα λόγια του Μαθιού έπεσαν σαν αστροπελέκι από τον ουρανό. Όλοι βουβάθηκαν. Και ύστερα τίποτε.

Τι πρόσμενε και η ίδια δεν ήξερε. Το βαπόρι ήρθε στην ώρα του. Ο κόσμος ήταν μαζεμμένος κάτω στο μώλο απόξω από τους καφενέδες. Δυο-τρεις επιβάτες βγήκαν από τις βάρκες. Μαζί μ' αυτούς κι' ο Μιχαληός ο Καλόγνωμος, χρόνια φευγάτος στην Αυτραλία. Τον τριγύριζαν με περιέργεια και αγάπη. Κι' αυτός τους έλεγε, τους έσφιγγε τα χέρια, γελαστός και πρόσχαρος. Όλοι ρωτούσαν και ξαναρωτούσαν.

Συντροφιά με τους γλάρους. Ω! την ηγάπησα την συντροφιάν την λευκήν των γλάρων. Είνε αθώα, ως είνε κάτασπρα τα πτερά των. Σε διασκεδάζουν χωρίς να σε κουράζουν. Αγάπη κουράζουσα δεν είνε αγάπη. Σε συντροφεύουν χωρίς να σε ενοχλούν. Αθορύβως, σιωπηλώς. Ευγενώς. Είνε καλόγνωμος η συντροφιά των γλάρων. Εμφανίζονται ενώπιόν σου εκεί όπου δεν τους περιμένεις. Ως παλαιοί σου φίλοι.

Τον καπετάνιο μας όλοι τον εμακάριζαν για την καλή καρδιά, τη γρήγορη γολέτα και την όμορφη γυναίκα του. Οι προξενήτρες στο νησί για να παινέψουν τον γαμπρό έλεγαν: Καλόγνωμος σαν τον καπετάν Παλούμπα. Οι ναυτικοί όταν ήθελαν να συστήσουν κάποιο καράβι: Καλοτάξειδο σαν τη γολέτα του καπετάν Παλούμπα. Και οι νέοι όταν εμιλούσαν για την αγαπητική τους: Όμορφη σαν τη γυναίκα του καπετάν Παλούμπα.

Ιδιος κι' απαράλλακτος ο πατέρας του. Είπε και τον έκανε. — Τούτο είνε το δικό μου παιδί, έλεγε ο γέρος, χωρατεύοντας κάποτε τις καλές μέρες, που μαζεύονταν όλοι αρσενικοί και θηλυκοί, ένα τσούρμο παιδιά και αγγόνια, στο σπίτι του Μαστρο-Αποστόλη. Κανένας σας μαθές δε μούμοιασε ούτε στη λεβεντιά, ούτε στη γνώμη. Μοναχάκης και πάλε Μοναχάκης. Καλόγνωμος και στοχαστικός σαν τον πατέρα του.

Μα έτσι, σαν κουβεντιάζω για τη μάννα σας, θαρρώ πως την έχομε μαζί μας στο τραπέζι, μέρα που είνε. Και γύριζε πάλε στον Μοναχάκη, σκουπίζοντας τα μάτια του. — Να, τούτος, μούμοιασε, ο Μοναχάκης. Ιδιος κι' απαράλλακτος. Καλόγνωμος και πονετικός σαν κ' εμένα. Χαρά στη γυναίκα που θα τον πάρη. Όπως έζησα εγώ με τη μακαρίτισσα τη μάννα σας, άμποτε να ζήση κι' αυτός. Μονοιασμένα κι' αγαπημένα.

Μαστρο- Γιαλής και πάλε Μαστρο-Γιαλής. Άλλος μάστορης σαν αυτόν δε στάθηκε. Χρυσά χέρια. Άνθρωπο μονάχα δεν μπορούσε να σκαρώση με τα χέρια του. Ο Μοναχάκης μια και δυο στην αδελφή του. Τους βρήκε που τρώγανε ψωμί. Δεν ξέρανε τι να του κάνουν. Ο Μοναχάκης ο χαϊδεμμένος, ο Μοναχάκης «ο μικρός», όπως τον έλεγαν, ο Μοναχάκης ο καλόγνωμος! Θυσία τα πάντα για τον Μοναχάκη.

Δεν είνε καλλίτερος απού τον Ανεγνώστη; — Χίλιες χιλιάδες βολές, είπε με ζωηρότητα η Πηγή, της οποίας η καρδία είχεν αρχίσει να κτυπά ως κώδων εορτής. — Αι, μάθε πως τα συφωνήσαμε με τον αφέντη σου ... Σε λέω παιδί μου και θα γενής αληθινό παιδί μου ... Σάφινα 'γώ να σε πάρη ο Τερερές ο σακάτης; Ο άντρας απού θα πάρης θάνε νιος και γερός σαν εσένα και καλόγνωμος σαν και σένα.

Λέξη Της Ημέρας

αύξαναν

Άλλοι Ψάχνουν