United States or Australia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Χοίμηξε κατόπι ο γιος τ' Ατρέα 45 με το κοντάρι, κάνοντας παράκληση του Δία, κι' εκεί που πίσω κώλωνε να φύγει, του το μπήγει στου λαρυγγιού τα θέμελα, και σπρώχνει όσο μπορούσε με τη βαριά χερούκλα του, τόσο π' αντίκρυ βγήκε τ' όπλου ο χαλκός διαβαίνοντας τον τροφαντό λαιμό του· κι' έπεσε αχώντας, βούηξαν και τ' άρματα από πάνου. 50 Πώς νιο φυντάνι θρέφει ελιάς ο χωριανός σε θέση 53 ακρότοπηόπου γάργαρα νερά απ' τη γη αναβρύζουνπανώριο δροσοστόλιστο, κι' αγέρια το χαϊδέβουν 55 κάθε λογής, και με πυκνά λουλούδια χρυσανθίζει, μα άξαφνα σφίγγει ο άνεμος, κι' ορμώντας τ' αγριοκαίρι όξω απ' τη γούβα το πετάει και χάμου το πλαγιάζει· παρόμια το λεβέντη γιο του Πάνθου κι' ο Μενέλας ξάπλωσε χάμου κι' έπειτα ζητούσε ναν τον γδύσει. 60 Πώς με το θάρρος των νυχιών βουνόθρεφτο λιοντάρι γελάδα αρπάει την πιο όμορφη από σωρό που βόσκει, και με τα δόντια τα σκληρά κρατώντας την της σπάζει το σβέρκο πρώτα, κι' έπειτα τη σκίζει και της χάφτει αίμας και σπλάχνα, κι' όλοι τουςκαι σκύλοι και τσοπάνοι65 γύρω απ' αλάργα σκούζουνε φωνάζουν, μα δε θέλουν ναν του ρηχτούνε, τι χλωμός όλους τους κόβει φόβος· έτσι απ' τους Τρώες κανενός μέσα η καρδιά στα στήθια δεν τόλμαε να προβάλει ομπρός στο μαχητή Μενέλα.

Κ' ήτανε κάποιος γείτονας, ζευγολάτης δικού του χωραφιού, που τον ελέγανε Χρώμη και περασμένος στα χρόνια. Αυτός είχε γυναικούλα φερμένη από την πολιτεία νέα κι όμορφη και πιο τρυφερή από χωριάτισσα· την ελέγανε Λυκαίνιο.

Η σκέψη είναι κάτι θαυμάσιο, όμως η περιπέτεια είναι κάτι πιο θαυμάσιο. Ποιος ξέρει αν δεν μπορή να συναντήσωμε τον Prince Florizel της Βοημίας και ν' ακούσωμε την όμορφη της Κούβας να μας πη πως δεν είναι ό,τι φαίνεται πως είναι; ΕΡΝΕΣΤΟΣ. — Είσαι φοβερά απολυταρχικός. Επιμένω να συζητήσουμε το ζήτημα. Είπες πως οι Έλληνες ήταν έθνος από τεχνοκρίτες. Τι κριτική της Τέχνης μας άφησαν;

Είκοσι χρονών παιδί, καλή ώρα σαν το Γιαννιό τον αρραβωνιαστικό σου. Ποιο λεβέντης ακόμα. Τον καιρόν εκείνο είμαστε καλύτεροι από τους σημερινούς. Όσο πάει και ξεπέφτει η γενηά. Ας είνε... Ας είχα τα χρόνια του κι' ας ήμουνα κ' ο μισός απ' αυτόν. Γελάς ε; Έτσι γελούσε κ' η μάννα σου σαν της μιλούσαν για μένα. Καλότυχη! Όμορφη και καλή ήτανε μα κ' οι Βενετσάνες ήταν ωμορφότερες.

Και πιστεύω πως έ ν α ς άνθρωπος μπορεί ναξίζει περισσότερο από τα πλήθη των ανθρώπων: Μ' αρέσει ο άνθρωπος, δε μ' αρέσουνε τα πλήθη με τη χοντροκοπιά τους. Έχουν βέβαια δύναμη τα πλήθη, αλλά και ο ένας άνθρωπος έχει δύναμη πιο τρανή και πιο όμορφη. Δεν πίστεψα ποτέ πως οι μεγάλοι άντρες έπεσαν από τον ουρανό, ούτε πως ξέρουν «εξ αποκαλύψεως» μυστικά που δεν τα ξέρει το πλήθος.

Και για να ξαναγυρίσουμε στη σφαίρα της τέχνης, η Φόρμα πλάθει όχι μονάχα την κριτικήν ιδιοσυγκρασία, αλλά και το αισθητικόν ένστικτο, το αλάθητον εκείνο ένστικτο, που αποκαλύπτει όλα τα πράγματα από την όμορφή τους μεριά.

Και η γρηά η βασίλισσα, που είχε τα μεγαλύτερα μαργαριτάρια που βρίσκονται στη γη, το λάτρευε περισσότερο απ' τους θησαυρούς της και νανουρίζοντάς το σαν ήτανε μικρό στην κούνια τη χρυσή του, άπλωνε στο κορμάκι του τα μαργαριτάρια της και τούλεγε: «Σα μεγαλώσης με το καλό και πάρης την κορώνα του πατέρα σου και πάρης και βασιλοπούλα όμορφη γυναίκα στο πλευρό σου, δικά σου είναι τα πλούτη κ' οι θησαυροί μου, και τούτα τα μαργαριτάρια, που δε βρίσκονται παρόμοια στη γη, θαστράψουν πάλι σε χαρές και ξεφαντώματα στον άσπρο το λαιμό της νέας βασίλισσας». Κι' άπλωνε τα μαργαριτάρια στο κορμάκι του και το νανούριζε γλυκά.

Έκανε φτου! φτου!... τρεις φορές· άλλες τρεις την έδερνε με τις πέτρες. Έπειτα πάλιν έπαιρνε τον ανήφορο, εδιάβαινε στην αγορά, έφτανε σπίτι του. Η γυναίκα του η όμορφη Χρυσούλα, ο γυναικάδερφός του ο Βάραγγας και ο γεροπεθερός του απόμαχος θαλασολύκος, έβλεπαν την κατάστασί του και ήσαν απαρηγόρητοι. Δεν ήξευραν τι να κάμουν πώς να τον σώσουν.

Το αηδόνι πήδησε πάλι στο ψηλό του κλαδί και σώπασε. Όταν ήρθε η αυγούλα, η όμορφη χήρα ήτανε ακόμα ξαπλωμένη στη ρίζα του κυπαρισσιού. Και δεν ξύπνησε πια. Ανοίξανε ένα λάκκο δίπλα στον άλλο και τη βάλανε να κοιμηθή κοντά στον καλό της. Το ψηλό κυπαρίσσι σαλεύει λυπητερά πάνω στα ζευγαρωτά τα μνήματα.

Ένα αηδονάκι, που είχε ξυπνήσει απ' το φως του φεγγαριού και τίναζε τις φτερούγες του απάνω στο ψηλό κλαδί, ψυχοπόνεσε την όμορφη χήρα και της είπε με ψιλή φωνούλα: — Άδικα κλαις και δέρνεσαι, όμορφη χήρα. Ο καλός σου δεν σ' ακούει, γιατί ο καλός σου δεν είν' εδωπέρα. Η όμορφη χήρα ξαφνιάστηκε από τη φωνούλα του αηδονιού. — Καλό μου πουλί, του είπε.