Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 28 Ιουνίου 2025
Εδώ δεν είναι πέρδικες, δεν είναι μήτε κοτσύφια. Εδώ αηδονάκια μόνο κελαϊδούν στις φυλλωσιές. Πάρε το τουφέκι σου, κυνηγέ, και τράβα στη δουλειά σου... — Όμορφη κοπέλλα, της είπε γλυκά ο κυνηγός, εγώ δεν κυνηγώ κοτσύφια μήτε πέρδικες. Κ' εκεί που κελαϊδούν ταηδόνια είναι η λαχτάρα μου. — Πάρε το τουφέκι σου, κυνηγέ, και τράβα στη δουλειά σου.
Τι άχαρη και τη βασανισμένη και τι στερεμμένη ζωή!... Όμορφη αυγούλα γύρω της.
Κι' αν πρύμο αγέρι ο σαλεφτής της γης μου προβοδήσει, την τρίτη αβγή στην όμορφη πατρίδα μου θ' αράξω. Εκεί άπειρα έχω π' άφισα για δω σαν πήρα δρόμο· μα κι' άλλο βιο, όσο μούλαχε, εδώ απ' την Τριά θα πάρω, 365 χαλκό και σίδερο ψαρύ και λυγερές γυναίκες, χρυσό θα πάρω . . . μα τη νια αφτός που μούχε δώσει πίσω την πήρε αγέρωχα, ο βασιλιά Αγαμέμνος.
Και ποιανού ήταν αυτό το σπίτι; Του Γιάννη Τούρτουρη του κακομοίρη, του άκαρδου και τ' άθεου του Γιάννη Τούρτουρη που τον είχαμε οχτρό. Εκείνος πάντα μας πολέμαγε, μας φτονούσε. δεν ήθελε να βλέπη ψωμί στα δόντια μας. Τον άντρα μου το μακαρίτη — πάντα κόντρα του πήγαινε· εμένα με κακολόγησε· τη θυγατέρα μου — την όμορφη Χρυσούλα μου, έβαλε πεζούς καβαλλαρέους ναν τη χωρίση από το στεφάνι της.
Το πρώτο του κορίτσι, η ξανθομαλλούσα η Βασιλική, δυο χρόνια τόρα αρραβωνιασμένη θάνοιγε το σπίτι της κι αυτή, θάβγαινε το κορίτσι από τη συλλογή του, θάβγαινε κι αυτός απ' αυτή την παντρειά. Πέρυσι η σταφίδα τίποτε, λιγοστή, πρόπερσι τα ίδια. Τόρα έδοσε ο θεός κι όλα καλά πήγαιναν. Και τα τραγούδια έρχουνταν γλυκύτερα, από μακριά, κ' η εξοχή χαμογελούσε όμορφη κι ευτυχισμένη.
Το βασιλόπουλο, πρώτο και καλύτερο, ζώστηκε τα χρυσά του τάρματα, άφησε τους λόγγους και τις ρεματιές, σέλωσε το άσπρο τάλογό του και ξεκίνησε μπροστά απ' τα παλικάρια να σώση την όμορφη τη χώρα του, που κινδύνευε από δική του αιτία. Πήρε την ευχή του γέρου του πατέρα του, πήρε και την ευχή της γρηάς βασίλισσας, έβαλε φτερά στα πόδια του και χάθηκε σαν την αστραπή.
Τότε έτσι εκείνος κοίταξε σωπώντας το παιδί του με θλιβερό χαμόγελο· κι' η όμορφη Αντρομάχη 405 ήρθε κλαμένη, τούπιασε σφιχτά το χέρι κι' είπε «Καημένε, αχ το φιλότιμο θα σ' αφανίσει.
Όμορφη πιστικιά, δος μου το αθάνατο νερό απ' τα χειλάκια σου. Η όμορφη βοσκόπουλα, που κάθε μέρα καρτερούσε το νιο τον κυνηγό και κάθε μέρα τον απόδιωχνε με την κάκια της αγάπης, σηκώθηκε απάνω μ' έναν όμορφο θυμό και ξαναείπε: — Αλλοίμονο σ' εσένα, κυνηγέ. Εγώ έχω αδέρφια και ξαδέρφια κι' αν σε ιδούν σιμά μου, το αίμα σου θα τρέξη ποτάμι στο πράσινο το χορταράκι.
Τ' αφεντικό του τον αγάπησε πολύ και για τη δουλειά και για το χαραχτήρα του τον τίμιο. Ήταν πολύ συμπαθητικό παλληκάρι, τόσο, που και η μοναχοκόρη του μάστορη, μια πολύ όμορφη κοπέλλα τον εσυμπάθησε πολύ, τουλάχιστο έδιχνε πως τον συμπαθούσε.
Ο Πάνας κ' οι Νύμφες να σας το πληρώσουν. Κ' εγώ ο ίδιος θέλω να γίνη ο γάμος, επειδή θάμουνα τρελλός, αφού είμαι πια μεσόκοπος, κ' έχω ανάγκη από περισσότερα χέρια για τις δουλιές, να μη πάρω βοήθεια και το δικό σας σπίτι που θάναι μεγάλη ευτυχία· περιζήτητη είναι κ' η Χλόη και καλή κι όμορφη κοπέλλα και σ' όλα άξια· μα επειδή είμαι δούλος, δεν ορίζω τίποτα από τα δικά μου, παρά πρέπει αφού τα μάθη κι ο αφέντης να δώση την άδεια· γι' αυτό λοιπόν ας αφίσουμε το γάμο ίσαμε το χυνόπωρο.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν