United States or Guernsey ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκείνος ετοιμάσθηκε ν' αποκριθή, όταν κατέβηκε από το κελλί του κ' επέρασεν από μπροστά τους ο παππά Κύριλλος, μεσόκοπος άνδρας, λεπτός με μια μέση σα λιγνής γυναίκας, με μπαλωμένο μπινίσι, ξεθωριασμένο πλιο από τα χρόνια, σφιχτά ζωσμένος με ζώνη δερμάτινη και με παπούτζια συρτά. Εκαλημέρισε το γούμενο και τη μάννα του και 'τράβηξε κατά την οξόπορτα.

Μα τότε δε μπόρεσε· επειδή έφτασεν ο Διονυσιοφάνης με την Κλεαρίστη· κ' ήτανε ταραχή μεγάλη από ζώα, δούλους, άντρες, γυναίκες. Μα ύστερα έφτιανε λόγο ερωτικό και μακρύ. Κ' ήτανε ο Διονυσιοφάνης μεσόκοπος πια, ψηλός όμως κι όμορφος και που μπορούσε και με παλληκάρια να παραβγή· μα και πλούσιος όσο λίγοι και καλός σαν κανένας άλλος.

Επόνει ο δυστυχής και εκράτει διαρκώς την χείρα επί του αριστερού οφθαλμού του. Ήτο η σειρά του ήδη και επερίμενε μετά προφανούς ανυπομονησίας, όρθιος, προσηλών τον δεξιόν οφθαλμόν εις την θύραν του δωματίου του οφθαλμιατρού. Ο μεσόκοπος ήτο έπαρχος Θήρας.

Οπίσω ηκολούθουν ο υποτελώνης χονδροκαμωμένος και χωλός τον έτερον πόδα, εξηκοντούτης ανήρ, με λευκόν πώγωνα ως να επένθει. Εις τους οφθαλμούς έφερε στρογγυλά πράσινα ομματουάλια. Παραπίσω ήρχετο ο λιμενάρχης υψηλόςυψηλός, ως λεύκα, κλείων την συνοδείαν, μεσόκοπος, με πολιτικήν ενδυμασίανάγνωστον αν ήτο αξιωματικόςκρατών εις χείρας τον πλατύγυρον πίλον, ολίγον προτεταμένον ως δίσκον.

Έμενον εισέπεριμένοντες να ίδουν τ ο ν ι α τ ρ ό ν τρεις πελάται, ή μάλλον ειπείν τέσσαρες: Μία κυρία κομψή με την μικράν θυγατέρα της, έχουσαν τους οφθαλμούς δεμένους με λευκόν επίδεσμον, — είς κύριος μεσόκοπος φέρων ομματοϋάλια, αλλ' υγιής άλλως τους οφθαλμούς, κατά το φαινόμενον τουλάχιστον, — και είς νέος. Ο νέος ήτο φοιτητής της φιλολογίας προπαρασκευαζόμενος διά τας εξετάσεις του.

Ο Πάνας κ' οι Νύμφες να σας το πληρώσουν. Κ' εγώ ο ίδιος θέλω να γίνη ο γάμος, επειδή θάμουνα τρελλός, αφού είμαι πια μεσόκοπος, κ' έχω ανάγκη από περισσότερα χέρια για τις δουλιές, να μη πάρω βοήθεια και το δικό σας σπίτι που θάναι μεγάλη ευτυχία· περιζήτητη είναι κ' η Χλόη και καλή κι όμορφη κοπέλλα και σ' όλα άξια· μα επειδή είμαι δούλος, δεν ορίζω τίποτα από τα δικά μου, παρά πρέπει αφού τα μάθη κι ο αφέντης να δώση την άδεια· γι' αυτό λοιπόν ας αφίσουμε το γάμο ίσαμε το χυνόπωρο.

Κ' έτσι έκαμαν καλά Χριστούγεννα, και ο πλοίαρχος εις την εστίαν του, κι' ο Νικολός το Πιτς, κι' ο Αντώνης της Γαλοντζίτσας, κι' ο Γιαννιός της Στέργαινας, και όλοι οι κάτοικοι των βορεινών θαλασσοδαρμένων χωρίων. Ο νέος νοικάρης που είχεν ενοικιάσει την κάμαραν την μεσανήν, κοντός, κυρτός, μεσόκοπος, είχεν ένα μεγάλο λαγούτο, μακρύ, πλατύ.