United States or Micronesia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εις αυτόν άλλοτε ο Αστυάγης είχε προσφέρει το τρομερόν εκείνο συμπόσιον ένεκα του οποίου συνώμοσε διά να αναβιβάση τον Κύρον επί του θρόνου. O άνθρωπος ούτος, γενόμενος τέλος πάντων στρατηγός του Κύρου, εισέβαλεν εις την Ιωνίαν και εκυρίευσε τας πόλεις δι' επιχωμάτων· διότι, κλείων τους κατοίκους εις τα τείχη των, τους υπέτασσε περιτριγυρίζων αυτούς με επιχώματα.

Οπίσω ηκολούθουν ο υποτελώνης χονδροκαμωμένος και χωλός τον έτερον πόδα, εξηκοντούτης ανήρ, με λευκόν πώγωνα ως να επένθει. Εις τους οφθαλμούς έφερε στρογγυλά πράσινα ομματουάλια. Παραπίσω ήρχετο ο λιμενάρχης υψηλόςυψηλός, ως λεύκα, κλείων την συνοδείαν, μεσόκοπος, με πολιτικήν ενδυμασίανάγνωστον αν ήτο αξιωματικόςκρατών εις χείρας τον πλατύγυρον πίλον, ολίγον προτεταμένον ως δίσκον.

Ουδείς όμως θέλει να τον μαντεύση· ο Κύριος Παρδαλός και η Κυρία Παρδαλού ίστανται απέναντι του άφωνοι ως ερωτηματικά σημεία, εκείνος δε αισθάνεται έτι η γλώσσα του εκολλήθη εις τον λάρυγγά του. — Πλην οπωςδήποτε, διαλογίζεται, το πράγμα πρέπει να τελειώση. Γίνεται λοιπόν τολμηρότερος, και κλείων τους οφθαλμούς, ως οι δειλοί ασθενείς οι μέλλοντες να καταπίωσι πικρόν ιατρικόν, επαναλαμβάνει·

Ο φόβος μη καή αυτός, ο τρόμος μη πυρποληθή το πλοίον κατέβαλον αίφνης την έξαψίν του, κ' ενώ μετ' αγώνος υπερανθρώπου προσεπάθει να περιστείλη τας φλόγας, κλείων από το επάνω μέρος την θερμάστραν, αισχυνόμενος και να φωνάξη, κατέπεσεν επί της εγγύς καθέδρας του, εν ατονία βλέπων τας τελευταίας αναλαμπάς της φλογός.

Την ιδίαν στιγμήν, είς εργάτης, ο φύλαξ του σταδίου, εισήλθεν ασθμαίνων και έκραξε κλείων την θύραν: — Σφάζουν γύρω εις τον Κίρκον του Νέρωνος. Οι δούλοι και οι θηριομάχοι ώρμησαν κατά των πολιτών. — Ακούετε! είπεν ο Βινίκιος. — Το ποτήριον επλήσθη, είπεν ο Απόστολος, και αι καταστροφαί θα είναι, ως η θάλασσα, απύθμενος, χωρίς όρια . . . .

Εντός αυτού είχε και το γραφείον του. Εκεί επί της παρά το παράθυρον τραπέζης ειργάζετο, εκεί προητοίμαζε τας παραδόσεις του, εκεί ανεγίνωσκε τους προσφιλείς του συγγραφείς, εκεί συχνάκις με τον κάλαμον εις την χείρα, ή το βιβλίον ανοικτόν ενώπιόν του, εκάθητο βλέπων αφηρημένος, υπεράνω των δωμάτων των λοιπών Ερμουπολιτών, την θάλασσαν και τας κυανάς γραμμάς των πέριξ νήσων, — ή κλίνων την κεφαλήν και κλείων τα βλέφαρα δεν έβλεπε τίποτε, διότι απεκοιμάτο.

Ο Βολταίρος, νομίζω, επεχείρησεν απαρίθμησιν των σημασιών αυτού αρχίσας από την ζωολογίαν και καταλήξας εις την θεολογίαν, ο δε Σπένσερ περιωρίσθη εις ανάλυσιν των στοιχείων από τα οποία αποτελείται το αίσθημα αυτό, περιέχον θαυμασμόν, στοργήν, την ευφροσύνην που προξενεί η καλλονή κλπ., ενώ ο Λειβνίτιος, κλείων τον έρωτα μέσα εις ασφυκτικώς στενόν ηθικόν κύκλον, περιορίζει αυτόν εις χαράν διά την ευτυχίαν του άλλου και εις αίσθησιν της ευτυχίας του άλλου ως ιδίας.