United States or Caribbean Netherlands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το πρόσωπον αυτής δεν εβλέπαμεν, αλλά μόνην την ράχιν, ήτις τοσούτον είχε κυρτωθή υπό το βάρος των ετών και των μόχθων, ώστε εσχημάτιζεν ορθήν σχεδόν με τα σκέλη της γωνίαν. Τον όνον, την βαρέλαν και την γραίαν είχαμεν ακολουθήση μηχανικώς, από την παρά τους πρόποδας του λόφου βρύσιν μέχρι της εγγιζούσης κορυφής αυτού, ασθμαίνοντες και άφωνοι εκ της ζέστης και του καμάτου.

Αλλ' ο Δημήτρης ούτε εκεί ούτε εις την καλύβαν ήτο. Ο Νάσος εξήλθε, τον εκάλεσεν επανειλημμένως, εσύριξε, τον ανεζήτησεν εις όλας τας καλύβας, αλλά δεν τον εύρε πουθενά. — Έφυγεν είπεν εισερχόμενος εις την Μπήλιω. Και οι δύο ητένισαν επί μακρόν ο ένας τον άλλον, άφωνοι. — Ο Θεός να τον σχωρέση· είπε τέλος η Μπήλιω, ενώ έν δάκρυ έπιπτεν, ως μαργαρίτης, από τους οφθαλμούς της.

Κοντά ο ναύκληρος εγέμιζε βιαστικά το σκουριασμένο τρομπόνι, ρίχνοντας στην άδροση γαστέρα του με τη μπαρούτη χίλιων λογιών παλιόκαρφα και μολύβια. Και τριγύρω οι άλλοι ναύτες, σταυροχεριασμένοι, άφωνοι, εκύταζαν πότε τον ουρανό, πότε τη θάλασσα με την αδιαφορία ενός μοιρολάτρη.

Έγινε με μας όπως με τα παιδιά του παραμυθιού, που πλανηθήκανε καιρό στη μαγική χώρα κι άμα γυρίσανε στον τόπο τους, βρήκανε πως ο καιρός βιάστηκε και γέρασε και κούρασε τους ανθρώπους γύρω τους. Άφωνοι κι ονειρεμένοι καθήσαμε στην ακρογιαλιά και κοιτάζαμε το φιόρδ. Εκεί μένανε όλα όπως είταν και κει που καθόμαστε λησμονήσαμε το καινούριο σπίτι και την καταστροφή που έγινε πίσω μας.

Αυτά 'πε, και όλοι εσίγησαν, άφωνοι έμειναν όλοι· 320 και αργότερ' ο Αγέλαος Δαμαστορίδης είπε· «Ω φίλοι, οπόταν ειπωθή λόγος ορθός δεν πρέπει ενάντια να λογομαχή κανείς και να θυμόνη. τον ξένον μην υβρίζετε, μήτε κανέναν άλλον των δούλων εις τα δώματα του θείου Οδυσσέα. 325 και λόγον εγώ θά 'λεγα γλυκόν του Τηλεμάχου, και της μητρός του, αν έστεργαν να τον δεχθούν και οι δύο. όσον ελπίδ' απόμενετα βάθη της ψυχής σαςτο σπίτι του ο πολύνοος να φθάση Οδυσσέας, καλώς τον περιεμένετε, και ακόμη τους μνηστήραις 330τα δώματ' είχετ', επειδή τούτο σας ωφελούσε, αντην πατρίδα εγύριζεν από τα ξένα εκείνος· αλλ' είναι τώρα φανερό 'που δεν θα γύρη πλέον· αλλά συ την μητέρα σου συμβούλευε να πάρη, κείνον οπ' είναι ανώτερος και πλειότερα χαρίζει, 335 εσύ να χαίρεσ' ήσυχος τα πλούτη του πατρός σου όλα, και κείνη του άλλου ανδρός το σπίτι να προσέχη».

ΜΙΚ. Το ένα είνε ότι είσαι φλύαρος και φωνακλάς, ενώ εκείνος εδίδασκε να μένουν άφωνοι πέντε ολόκληρα χρόνια• το δε άλλο είνε εντελώς παράνομον.

Στεκόμαστε στο διάδρομο, οι δυο γιατροί άφωνοι και σοβαροί, η γυναίκα μου με τα μάτια καρφωμένα στο πρόσωπό τους, σα να νόμιζε πως δεν είχανε προφέρει ακόμα την τελευταία λέξη. Τους κοίταζα όλους, κ' ενώ αγκάλιασα τη μέση της γυναίκας μου και θέλησα να τη σύρω κοντά μου, παρατήρησα πως η συμπονετική όψη του φίλου μας, του γιατρού του σπιτιού μας, έτρεμε σπασμωδικά.

Αυτά 'πε και όλοι εσίγησαν, άφωνοι έμειναν όλοι• του Αρητιάδη βασιληά, του Νίσου ο λαμπρός γόνος άρχισε τότ', ο Αμφίνομος, που από το σιτοφόρο 395 χλωρό Δουλίχιον αρχηγός μνηστήρων είχεν έλθει• κ' ήσαν οι λόγοι του αρεστοί πολύ της Πηνελόπης, ότι καλοπροαίρετο το φρόνημ' είχ' εκείνος. τότεαυτούς ωμίλησε με καλήν γνώμη, κ' είπε• «Ω φίλοι τον Τηλέμαχον δεν ήθελα φονεύσει• 400 και γενεάν βασιλικήν είναι βαρύ να σβύσης• αλλ' όμως να ερευνήσουμε την θεία γνώση πρώτα• και αν του μεγάλου του Διός οι ορισμοί τον στέργουν, πρώτος εγώ φονεύω τον και όλους τους άλλους σπρώχνω. και, αν το εμποδίζουν οι θεοί, να παύσετε σας λέγω». 405

Σα νάταν όλοι μέσα άφωνοι, κανένας δεν του απολογήθηκε. Λύσσα τόρα τον έπιασε σωστή. — Κουλούκια! Τα καντήλια σας! Για θα μ' τουνε προυδούστε, για θενά σας μπρουλιάσ' ούλους στου σουφλί! τη Βαγγελίστρα σας! Κ' εκούναε το φοβερό λεπίδι ξεμανίκωτο ψηλά. Έγυρε τόρα στους φαντάρους. — Του σκοινί στη βούτα ουρέ! και μάνι-μάνι!... Ένας φαντάρος ξέκοψε και πάει για το σκοινί.