United States or Chile ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτά 'πε κ' ευθύς τ' άλογα ερράβδισε, κ' εκείνα με ορμή την πόλιν έσχισαν κ' εχύθηκαντο σιάδι• και ολήμερ' έσειαν τον ζυγότο 'να και 'ς τ' άλλο πλάγι, και ο ήλιος άμ' εβύθισε και ισκιάζαν όλ' οι δρόμοι, 18δ εις ταις Φηραίς εσταθήκαν, 'ς το δώμα του Διοκλέα, τον είχ' ο Ορσίλοχος υιόν και ο Αλφειός εγγόνι• εκεί ξενύκτησαν και αυτός φιλόξενα τους δέχθη. εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ, του όρθρου κόρη, κ' έζεψαν, και άμα ανέβηκαντο υπέρλαμπρον αμάξι, 190 τα πρόθυρα, την αίθουσαν την βροντερήν, αφήκαν• κ' ευθύς τ' άλογα ερράβδισε, 'που πρόθυμα επετάξαν. κ' εκείνοι ογλήγορ' έφθασαν εις την υψηλήν Πύλο• τότ' είπεν ο Τηλέμαχος• «Γλυκέ μου Νεστορίδη, να κάμης τάχα θα 'στεργες αυτό 'που θα ζητήσω; 195 μας έβαλ' εις παντοτεινό δεσμό φιλοξενίας η αγάπη των πατέρων μας• μας δέν' η ομηλικία, και το ταξείδι αυτό βαθειά ταις γνώμαις μας θα ενώση. μη προσπεράς, διόθρεπτε, το πλοίο, και άφησέ με εδώ, μήπωςτο σπίτι του ο γέρος με κρατήση 200 να με φιλεύση, και πολύ βιάζομ' εγώ να φθάσω».

Με την πλαϊνή, τη χήρα του δικαστικού κλητήρα, στο ίδιο σπίτι πια, εξ ανάγκης: πότε για κάνα λεμόνι, πότε για το γουδί ή την πλύστρα της σκάφης και προ πάντων για το σίδερο, που είχ' ένα όμορφο παποράκι η Βεργινία, κι εκείνες οι κόρες της χήρας είχαν αιωνίως κάτι «λεπτόν» να πατήσουν.

Φούσκωνα τότενες, Λάμπρο. «Τσώπα, μωρέ βρωμόσκυλλε, του κρένω, γιατί σου τρώω το κεφάλι». Ο αγάς πιάστηκε από το μαρτίνι του. Εγώ άρματα δεν είχ' απάνου μου αλλ' από το σουγιά και τα καληγοσφύρια των αλόγων. Χύνουμαι ίσ' απάνου του, τ' αρπάζω το τουφέκι από τα χέρια και φωτιά τώχω. Μες το ριζάρτι τον πήρε. Έμπηξε μια δυνατή φωνή κ' έγηρε κάτου από τ' άλογο.

Της πεθαμένης μου μητρός τότε η ψυχή μου εφάνη, η Αντίκλεια, κόρη του υψηλούτο φρόνημ' Αυτολύκου• 85 την είχ' αφήσειτην ζωή, κινώντας για την Τροία. άμα την είδα εδάκρυσα, κ' ερράισ' η καρδιά μου, αλλ' όμως δεν την άφινα πρώτη να πλησιάσητο αίμα, πριν ερωτηθώ τον Μάντη Τειρεσία.

Δεν μπορούσε ναυρή τίποτε. Όλα του είταν ξένα. Όλα του είταν άγνωστα. Φαίνονταν, σα να γνώριζε, ότι είταν μέσα στο Μικρό Χωριό, αλλά το χωριό δεν είταν αυτό. Είχ' αλλάξει όψη.

Εγώ δεν είξευρα καλά καλά τι ήτον η Εύρεσι, και σχεδόν δεν είχ' ακούσει ποτέ μου για Περιστέρα. Αυτή τη στιγμή θυμήθηκα που η κουμπάρα μας, εκείνη 'που πρώτη μου είχε βάλει στο νου για να τάξω στην Καισαριανή, μου είχε 'πεί ότι η χάρι της περισσότερο ενεργάει στην Εύρεσι, που είνε στη σπηλιά, κι' ότι εκεί κατεβαίνει, τινάζοντας τα πτερά της, μία περιστέρα...

Ο νοικοκύρης του σπιτιού, που μ' είχ' αφήση για μια στιγμή, μπήκε επί τέλους στην κάμαρα: — Με συμπάθειο π' άργησα, μούπε. Έχουμε ανακατωσούρες απόψε, κοιλοπονάει η φαμελιά μου. Και κάθησε κοντά μου με το ψηλό τ' ανάστημα, καμπουριασμένο, το χλωμιασμένο πρόσωπό του ανήσυχο.

Γυναικοδουλειές, ερωτοδουλειές, ξεράσματα. Εκεί στη γωνιά του εύρισκε την ησυχία του. Κάλλια μονάχος. Μονάχος ως που να φανή κανένας άνθρωπος σωστός, του παλαιού καιρού. Από το σούρπωμα ήτανε εκεί ο Μπαρμπα-Δημητρός. Αυτό το βράδυ είχ' αργήσει να φανή η παρέα του. Δηλαδή, να πούμε, ο Καπετάν Βαγγέλης. Ο Μπαρμπα-Δημητρός τράβηξε ωστόσο τα κρασάκια του, σιγά-σιγά.

Το ντουφέκι είχ' ανάψη σα μπαρούτι σ' όλη τη μεθόριο γραμμή απ' το δικό μας σταθμό. Είτανε μια χαρά κι όντας αργότερα ακούστηκαν και τα κανόνια μας, πετάχτηκαν όλα τα παιδιά απάνω απ' τον ενθουσιασμό τους. Κάτω σκυλιά και χαθήκαμε, τους φωνάζω, και ξαναταμπουρώθηκαν. Έρχουνταν οι τούρκοι, κρυμμένοι εμείς.

Είδα έπειτα τον Ηρακλή, — το φάντασμα του μόνον• εις τα συμπόσια τέρπεται θεών των αθανάτων αυτός, και την καλόφτερνην την Ήβην έχει νύμφην, 'που του Διός εγέννησεν η χρυσοσάνδαλ' Ήρα. ωσάν πετούμενα οι νεκροί τριγύρω του αλαλάζαν 605 και τρομασμένοι εσκόρπιζαν• μαύρος 'σαν μαύρην νύκτα το τόξον είχε αυτός γυμνό, και εις την χορδή το βέλος, και αγριοκυττώντας φαίνονταν πως πάντοτε τοξεύει. τρομακτικός του έζωνε το στήθος τελαμώνας, χρυσός, κ' επάνω θαύματααυτόν ήσαν φθειασμένα, 610 αρκούδαις, αγριόχοιροι, φλογόμματα λεοντάρια, πόλεμοι, μάχαις, αίματα, πολλαίς σφαγαίς ανθρώπων. ας παύση να φιλοτεχνή κατόπιν ο τεχνίτης, 'που εφεύρηκετην τέχνη του παρόμοιον τελαμώνα. ότι μ' αντίκρυσεν αυτός, μ' εγνώρισεν αμέσως, 615 και κλαίοντας μου ωμίλησε με λόγια πτερωμένα• «Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα, σέρνεις, α! δύστυχε, και συ διεστραμμένην μοίρα, 'σαν κείνην 'πώφερνα κ' εγώτον Ήλιον αποκάτω. ναι, του Κρονίδ' ήμουν υιός, αλλ' είχ' άπειρα πάθη, 620 ότ' ήμουν δούλοςάνθρωπον πολύ κατώτερόν μου. κ' εκείνος μ' επιφόρτιζε πολύ βαρείς αγώναις• και μια φορά 'δω μ' έστειλε τον σκύλο να του φέρω, ότι άλλον δεν εφεύρισκε για με σκληρόν αγώνα• και το θεριόν αναίβασα του Άδη από τα βάθη, 625 όπως μ' ωδήγησεν ο Ερμής και η γλαυκομμάτ' Αθήνη».