United States or Ethiopia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έτσι είναι αυτά, γιατ’ είν' ο ήσκιος της σχωρεμένης βλέπεις ακόμα μες το σπίτι. . εμ πάντα, όσο δεν έχει κλείσει χρόνος. . . Φίλησε ο Νίκος τη Λιόλια κ’ έκαμε να της πη ένα δυο λόγια παρηγοριάς, μα κι αυτός ο ίδιος παρηγοριά ζητούσε. . . Όταν πήγε να δη το παιδί που κοιμόταν ασάλευτο σαν κούκλα από κερί, με τα δαχτυλάκια του και τη μυτίτσα του και τα ματόφυλλα σαν ψεύτικα, τρόμαξε κι αυτός απ’ τη μεγάλη ομοιότη με τη νεκρή τη Βεργινία. . . Είχ’ ελπίδα μέσα του ως τη στιγμή αυτή πως ήτανε μόνο λόγια των γυναικών απ’ την κακία τους -κ’ έσκυψε το κεφάλι σαν κάτω από μιαν κατάρα του Θεού. . . Την άλλη μέρα το πρωί πήγε και του αγόρασε μιαν κούνια.

Μονάχα ο γέρος ο Θεός, σαν έσκυβε και τους καμάρωνε απ' τα ουράνια, μετανοούσε που είχε χωρίσει μια ψυχή σε δυο κομμάτια και πάλι θαύμαζε το θάμα του στης ομορφιάς και της καλοσύνης το ξαναταίριασμα. Ο Πέτρος κ' η Μαρία είχανε μια ψυχή. Κ' η ψυχή τους είχ' ένα φως. Και το φως των ουρανών έμπαινε και πλημμύριζε τα δυο κορμιά τους από ένα παράθυρο.

ΑΜΛΕΤΟΣ Συμμαθητή μου, αν μ' αγαπάς, μη μ' αναπαίζης· ήλθες να ιδής, θαρρώ, τους γάμους της μητρός μου. ΟΡΑΤΙΟΣ Κύριε, πολύ σιμά τωόντι ακολουθήσαν. ΑΜΛΕΤΟΣ Οικονομία, φίλε, νοικοκυροσύνη! Απ' το νεκρόδειπνο τα κρέατα ψημένα κρύα πέρασαν εις του γάμου το τραπέζι. Να είχ' απαντήση τον χειρότερον εχθρόν μουτους Ουρανούς, και όχι να ιδώ τέτοιαν ημέραν.

ΚΡΕΟΥΣΑ! Τούτο θα ειπώ, τη συφορά να σου τη φανερώσω. Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Και πως τον κράτησες κρυφό του Απόλλωνος το γάμο; ΚΡΕΟΥΣΑ Εγέννησα• περίμενε και θα τ' ακούσης, γέρο. Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Πού, ποιός σε ξεγέννησε; εγέννησες μονάχη; ΚΡΕΟΥΣΑ Μονάχη, μέσα στη σπηληά που είχα γνωρίση εκείνον. Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Που είνε το παιδί,—να ειπής και συ παιδί πως έχεις; ΚΡΕΟΥΣΑ Πέθανε, γέρο• στα θεριά μονάχο το είχ' αφήση.

Είχ' ένα δίκαννο ελαφρό, που θα μου τώδιδε να κυνηγώ όλες τις μέρες που θα μέναμε στον Αμαλό. — Και πότε θα πάμε; — Ύστερ' από δυο μέρες, το σαββάτο πούρχεται. Εγώ θα ήθελα να πάμε την άλλη μέρα ευθύς, αλλ' ο Βασίλης δεν ευκαιρούσε τόσο γρήγωρα. Τις δυο μέρες πέρασα σε πυρετό προσδοκίας και στον πυρετό κείνο, μπορώ να πω, λησμόνησα ολότελα κάθε άλλο.

Στα μέρη τούτα τα δικά μας ήτανε μια φορά ένα βασίλειο. Κι' ο βασιλιάς ο γέρος είχ' ένα μονάκριβο παιδί, που τ' αγαπούσε πιο πολύ κι' απ' την κορώνα του.

Μ' άγριο βλέμμα ο πολύγνωμος της είπεν Οδυσσέας· 70 «Με πάθος τόσο, απάνθρωπη, γιατί με κατατρέχεις; μη τάχ' ότ' είμαι ανάλειπτος και κακοενδυμένος, καιτο κοινό ψωμοζητώ, καθώς με βιάζ' η χρεία; αύτ' είν' η όψι των πτωχών των περιπλανωμένων. ότι κ' εγώ πανευτυχήςτον κόσμον ήμουν κ' είχα 75 πάμπλουτο σπίτι, και συχνά του πλανωμένου ανθρώπου, όποιος και αν ήταν, έδιδα, και όποιαν και αν είχε ανάγκη· και δούλους είχ' αμέτρητους και άφθον' αυτά 'που κάμνουν να καλοζούν οι άνθρωποι, και υπέρπλουτοι λογιούνται· αλλ' όλα μου τ' αφάνισεν η θέλησις του Δία. 80 όθεν και συ σκέψου, ω γυνή, μή ποτε χάσης όλην την λάμψιν, οπ' ανάμεσαταις δούλαις σε στολίζει, η δέσποινά σου αν σ' οργισθή και σε κακοποιήση, ή φθάσ', όπως ελπίζεται, ο θείος Οδυσσέας· κ' εάν εχάθη, ως λέγετε, και δεν θα φθάση πλέον, 85 ανάθρεψεν ο Απόλλωνας, ιδού, τον μονουιόν του Τηλέμαχον και αν ανομείτο σπίτι του καμμία των γυναικών, το βλέπει αυτός, και πλειά παιδί δεν είναι».

Και κάτω από την τράπεζαν άδειο σκαμνί σικόνει, 'που, ότ' έτρωγεν εστήριζε τα λαμπρά πόδια κείνος. 410 κ' οι επίλοιπ' όλοι του 'διδαν, και απ' άρτον και από κρέας γέμισαν το δισάκκι του• και, ως έμελλε να γύρη προς το κατώφλι, να γευθή των Αχαιών τα δώρα, εις τον Αντίνοον έμεινε και του 'πε• «Δόσε ω φίλε• των Αχαιών ο ύστερος δεν είσ', εξ εναντίας 415 η όψις σου η βασιλική μου δείχνει ότ' είσαι ο πρώτος. όθεν εσύ καλήτερα παρ' άλλος θε να δώσης ψωμί, κ' εγώτα πέρατα της γης θα σε δοξάζω. ότι κ' εγώ πανευτυχήςτον κόσμον ήμουν κ' είχα πάμπλουτο σπίτι και συχνά του πλανωμένου ανθρώπου, 420 όποιος και αν ήταν, έδιδα, και όποιαν και αν είχε ανάγκη. και δούλους είχ' αμέτρητους και άφθον' αυτά 'που κάμνουν να καλοζούν οι άνθρωποι και υπέρπλουτοι λογιούνται. αλλ' όλα μου τ' αφάνισεν η θέλησι του Δία. με πολυπλάνητους λησταίς μ' εκίνησε να υπάγω 425την Αίγυπτο, δρόμον μακρύν, όπως εκεί με χάση. τα ισόπλευρα καράβια μουτου Αιγύπτου το ποτάμι έστησα• και τότ' έλεγα των ποθητών συντρόφων σιμάτα πλοία να σταθούν και αυτού να τα φυλάγουν, και πρόσκοποι ν' αποσταλούνταις κορυφαίς τριγύρω. 430 κείνοι απ' αυθάδεια την ορμήν ακούσαν της ψυχής των, και τους ωραίους έβλαπταν αγρούς των Αιγυπτίων, παίρναν τα γυναικόπαιδα κ' εφόνευαν τους άνδραις. κ' ευθύς επήγε τ' άκουσματην πόλι τους, κ' εκείνοι, άμα την βοήν άκουσαν, το χάραμμ' εφανήκαν• 435 και από πεζούς, απ' άλογα, και απ' του χαλκού την λάμψι όλ' η πεδιάδ' εγέμισε' και ο χαιρεβρόντης Δίας δείλιασε τους συντρόφους μου, και να σταθή κανένας δεν τόλμησ’, ότι αφανισμός μάς είχε ολούθε ζώσει. τότε πολλούς μου φόνευσαν μ' ακονισμένη λόγχη, 440 άλλους μου παίρναν ζωντανούς, ως δούλους να τους έχουν, κ' εμέτην Κύπρον έδωκαν, ως έτυχε, του ξένου του Ιακίδη Δμήτορα, της Κύπρου βασιλέα• κ' εκείθεν ήλθα τώρα εδώ πολύ βασανισμένος».

Μια μέρα λοιπόν μου πρότεινε να πάμε μαζή στον Άγιο Θωμά, ένα μακρυνό χωριό, όπου ήτον παντρεμένη η μεγαλείτερή της αδερφή. Η πρόταση μάρεσε, γιατί είχ' ακούσει πως ο Άγιος Θωμάς ήτον από τα ωραιότερα χωριά. Ακόμη θαύρισκα εκεί και δυο φίλους μου από το γυμνάσιο. Έτσι θα ικανοποιούσα και τη ζωηρή περιέργεια της ηλικίας μου να ίδω νέα μέρη.