United States or Sri Lanka ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έρμη εκείνη, καταμόναχη τόρα, κλαίει και μύρεται στα κρύα μνήματα των οχτώ παιδιών αλλά στο μνήμα του πραγματευτή, κλωτσά τις πλάκες και βρυχέται και αναθεματίζει: Ασήκω, σήκω Κωσταντή, την Αρετή μου θέλω! Το Θεό μου βαλες εγγυτή και τους αγίους μαρτύρους αν τύχη πίκρα ή χαρά να πας να μου τη φέρης! Η κατάρα των γονέων ακούεται όπως και η ευχή. Τινάζεται ο Κωσταντής μισολυωμένος από το μνήμα·

Είχε καρδιά ή δεν είχε, είταν πεπρωμένο η φλόγα αφτή να την αγγίξη, γιατί αγάπη τέτοια δε στάθηκε στον κόσμο ποτές και ποιος μπορεί να ξεφύγη, όταν αγαπάς με τόση ζάλη, με τόση ορμή; Είταν αδύνατο η Λέλα να μείνη αδιάφορη και κρύα, να περπατή με το μαλακό της το χαμογέλοιο, κι όταν την αντάμωνα, ήσυχα να διαβαίνη και μόλις να με βλέπη.

Λοιπόν και διά τους μεγάλους, έλαβε τον λόγον ο Ευθύδημος, ομιλούν μεγάλα και διά τους ζεστούς ζεστά; — Βεβαιότατα, απήντησεν ο Κτήσιππος, και διά τους κρύους κρύα, και λέγουν πως οι λόγοι των και οι ομιλίες των είναι κρύες. — Α, α, εσύ, βλέπω, Κτήσιππε, είπεν ο Διονυσόδωρος, ήρχισες τα πειράγματα και τας ύβρεις. — Κάθε άλλο, μα την αλήθεια! εγώ απεναντίας σε εκτιμώ πολύ, Διονυσόδωρε, αλλά σε συμβουλεύω ως φίλον και θέλω να εννοήσης ότι δεν πρέπει να λέγης εμπρός μου και με τόση αδιαντροπιά, πως εγώ επιθυμώ τον θάνατον ανθρώπων, που τους έχω καλύτερα και απ' τα μάτια μου.

Μην τα πετάς τα μήλα σου, φέρε τατην ποδιά σου. Φέρε τα καιτον κόρφο σου για να τα φάμε αντάμα. Έλατην πέρα την πλαγιά, πούν' η πολλές η λεύκες Και τα ρουπάκια τα ψηλά, οπώχω το μαντρί μου Και στάνη και παραστάνη, να ιδής τα κρύα νερά μου, Και τες χλωρές μου τες βοσκές. Έλα να ιδής, βοσκούλα, Τα ισκιερά τα ορμάνια μου.

Την άφισαν λοιπόν να φύγη, αφού της έδωκαν πολλά φιλιά, την ευχή τους και μίαν πήτταν να την τρώγη εις τον δρόμον. Όλο το χωριό ηθέλησε να την συνοδέψη μιαν ώρα δρόμο έως την Κρύα Βρύσι. Την ακολούθησαν έως εκεί και ένας στραβός πού τον έσερνεν ο σκύλος του και δυο σακάτηδες με τα δεκανίκια.

Μια θύρα 'κεί θεόρατη Υψόνονταν, μεγάλη, Που Αγγελούδια φύλαγαν Τα φύλλα της τα μαύρα. Μπαίνομε μέσα. Κτίρια Είδαμε τότε γαύρα, Που μέσα τους βασίλευε Κρύα σιγή μεγάλη. Αφίνομε τα κτίρια, Και πάλι προχωρούμε. Αγνώριστοιτους φύλακας, Άγνωστοιτους Αγγέλους. Σε δυο δρόμους 'φθάσαμε Αγνώριστ' επί τέλους· Άξαφνα μ' αναλήφθηκε Η μάνα. Τη στερούμαι.

Κι ανάμεσα στης ανεμοζάλης τα μουγγρίσματα, ταχτικό κι επίμονο αντηχούσε τόση ώρα τόρα από τα κεραμίδια της στέγης το ρέκασμα μιας κουκουβάγιας περιχύνοντας τα νεύρα από ανατριχίλα κρύα και παράξενη, τη ψυχή από θλίψη και λαχτάρα. Παράξενο ξύπνημα. Και είχαν αποκοιμηθή με τόση γαλήνη, με τόση ξαστεριά.

Πώς μπορώ να εκλείψω; . . . ή πώς μπορείς να χαθής; αφού τώρα υπάρχομε! . . . Να εκλείψω . . . Τι θα πη αυτό; Είναι πάλι μια λέξη! ένας ήχος χωρίς σημασία! δεν λέει τίποτε στην ψυχή μου! . . . Νεκρός, Καρολίνα, καταχωμένος στην κρύα γη, τόσο στενά! τόσο σκοτεινά!

Την στιγμήν εκείνην του ήρχετο εις την μνήμην έν άσμα επτανησίου ποιητού, το οποίον έπαιξε τόσον μέρος το πάλαι εις όλους τους ρωμαντικούς έρωτας του καιρού εκείνου: «Ξύπνα γλυκεία μ' αγάπη...», κ' ενθυμείτο το δίστιχον: «Μόνον τ' αχνό φεγγάρι...», ως και το άλλο: Έχετε γεια, λαγκάδια, βρυσούλαις, κρύα νερά, γλυκειαίς αυγαίς, πουλάκια, για πάντα έχετε γεια!

Τι λόγια είν’ αυτά, που λες, πεντάμορφη μου Μάρω; Ποια είταν η μαύρη η μάγισσα, πώκανε την καρδιά σου Για την αγάπη αδιάφορη και κρύα, σαν την πέτρα; Μάρω, δεν ξέρεις τι κακό και τι αμαρτία κάνεις Στα νειάτα σου τ’ αγγελικά, στ’ ασύγκριτα σου κάλλη, Αφίνοντάς τα ανύπαντρα, αφίνοντάς τα στείρα!