Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 7 Μαΐου 2025


Τι κρύα ανατριχίλα!... Κι' ακούσθηκε: «&Αλή-Πασσά!.. » Καλά παθαίνεις! ..» Σβύννει.& Τα νεανικά αυτού έτη διήλθεν εις την ποιμενικήν ζωήν επί των ορέων της πατρίδος του. Ούτος είχεν υπηρετήσει εις τον πατέρα του Βεζύρου και παρακολουθήσας τρόπον τινα την τύχην του Αλή, είχεν αποκτήση επί του πνεύματος αυτού μεγάλην επιρροήν.

Ήρθε κι αυτός ο Πρίαπος, ήρθε κ' εκείνος κ' είπε: «Πώς έτσι απομαραίνεσαι, δυστυχισμένε Δάφνι; Η κόρη εκείνη π' αγαπάς περνοδιαβαίνει τώρα σε βρύσες με τα κρυά νερά και σε πυκνά λαγκάδια. Τι σε ζαλίζω; έχεις εσύ δυστυχισμένη αγάπηΑρχίστε, Μούσες μου καλές, βουκολικό τραγούδι.

Δύο τρεις άμαξαι μεθυόντων διέσχιζον την μεγάλην οδόν εν καλπασμώ ίππων και φωναίς αγρίαις, ενώ παρά το Μοναστηράκι ο κόσμος εκόλλησεν εις τον πολύν σχηματισθέντα βόρβορον. — Πολύ κρύα Χριστούγεννα! επανέλαβεν ο φίλος μου εκείνος ο άλλος . — Ημπορούσαν να γίνουν και καλλίτερα! Είπον πάλιν κ' εγώ εκείνος ο άλλος. Εισήλθομεν εις του Ψυρή.

Σήκου, το γλυκοχάραμμα να ιδής, 'ς τα κορφοβούνια, Σήκου, να ιδής τα φράξα μας, να ιδής τα κρύα νερά μας, Σήκου, να ιδής τα πρόβατατες στρούγγες που βελάζουν, Σήκου, τι τα μαντρόσκυλλα κατάρραχα βαβύζουν. Σήκου, σε κράζουν τα πουλιά και σε καλημερίζουν. Σήκου, σε κράζουν κ' η Ξωθιές που σ' έμαθαν τραγούδια.

ΑΜΛΕΤΟΣ Συμμαθητή μου, αν μ' αγαπάς, μη μ' αναπαίζης· ήλθες να ιδής, θαρρώ, τους γάμους της μητρός μου. ΟΡΑΤΙΟΣ Κύριε, πολύ σιμά τωόντι ακολουθήσαν. ΑΜΛΕΤΟΣ Οικονομία, φίλε, νοικοκυροσύνη! Απ' το νεκρόδειπνο τα κρέατα ψημένα κρύα πέρασαν εις του γάμου το τραπέζι. Να είχ' απαντήση τον χειρότερον εχθρόν μουτους Ουρανούς, και όχι να ιδώ τέτοιαν ημέραν.

Το άσπρο και χλωμό της χέρι χάιδεψε γλυκά κι' αλαφριά την κρύα πέτρα, σαν κορμί αγαπημένο. — Πώς είσαι κρύος, αγάπη μου, σαν το μάρμαρο! Το αγιάζι της νύκτας σε πάγωσε, καλέ μου... Έσκυψε και ζέστανε την πέτρα με την αναπνοή της.

Λοιπόν ύστερ' από τόσα υπομνήματα μεγάλα, Νταραβέρια, σούρτα φέρτα, προσκλητήρια και άλλα, Με αφίνετε απ' έξω μοναχόν μου εις τα κρύα; . .. Α! μ' αυτά, σας ξαναλέγω, είνε πράγματα αχρεία. Αι! ανοίξετε μου τόρα, σας θερμοπαρακαλώ . . . Βλέπετ' ότι ο καϋμένος σας το λέγω με καλό.

Από τις αθάνατες κορφές του Βελουχιού, που χάνουνταν πέρα μέσα σε μολυβένια σύγνεφα, κατέβαιναν κι έπεφταν στον κάμπο, έσχιζαν τους δρόμους μπλούκια, μπλούκια, οι βλάχοι με τις φαμελιές τους φορτωμένες τα βυζασταρούδια τους, τα ρούχα τους και τις σκάφες τους γυρίζοντας τόρα στα χειμαδιά τους με κατακόκκινα μάγουλα, κι ολόδροση θωριά, καλοθρεμμένοι στα κρύα νερά των βουνών όλο το καλοκαίρι.

Και καθώς έβλεπε κανένας τα κρύα γερατειά και καθώς άκουε τόνομά της, μια διπλή ανατριχίλα περέχυνε το κορμί του. Ήτανε ογδόντα χρονών η Δροσούλα κ' είχε το ένα πόδι της στον τάφο. Μα κι' αν της έλεγε κανένας πως θα ξαναγεννηθή και θα ξαναζήση την ίδια της ζωή, θάβαζε γλήγορα και το άλλο πόδι της στο λάκκο να μη ξαναϊδή τέτοια ζωή.

Μας παρακαλεί ν' ακούσωμε την αθλιότητά του· σταματούμε, και με φριμένα και μισοανοιγμένα χείλη μας λέει πως ονειρεύεται μερονυχτίς ρυάκια κατακάθαρου νερού, που σε κρύα δροσισμένα κανάλλια πηδούν προς τα κάτω 'πάνω από τους πράσινους λόφους της Casente. Ο Σίνων ο ψεύτης Έλλην της Τρωάδος τον κοροϊδεύει. Εκείνος τον κτυπά στο πρόσωπο κ' έτσι πιάνονται.

Λέξη Της Ημέρας

τρίκλισμα

Άλλοι Ψάχνουν