United States or Bosnia and Herzegovina ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ν' ανθέξ' εις τόσα κάλλη την ράχη να γυρίση; να μη του φέρη ρίγος και της σαρκός το χνούδι;... δόξα πολλή 'στόν Βούδδα, μα να με συγχωρήση αν του ειπώ με σέβας πως είναι 'λίγο βούδι. Κι' εμπρός μου είχαν έλθει μια φορά γυναίκες πονηραί να με τρελλάνουν, που ήσαν σαν τα κρύα τα νερά, και άρχισαν τα μάγια να μου κάνουν.

Γ’ ΜΑΓΙΣΣΑ Είν' ώρα, είναι ώρα, κράζει η Άρπυια! Α’ ΜΑΓΙΣΣΑ Ελάτε· — 'ς το κακκάβι ολοτρίγυρα, και μέσα τα φαρμάκια και τα μαγικά: Κούβακας·πέτρα κρύα τον επλάκονε σωστά τριάντα ένα ημερόνυκτα, και ίδρωσε φαρμάκι μέσ' 'ς τον ύπνο του· — 'ς την μαγευμένη βρύσι συ πρωτόβρασε! ΑΙ ΤΡΕΙΣ ΟΜΟΥ Γύριζε, βάζε, βράζε, ανακάτονε. Καίε φωτιά και τρίζε, κόχλαζε νερό!

Ανόητον γερόντιον! Και πώς; Την εξουσίαν αφού μας την εχάρισε, την θέλει να την έχη! Μα την ζωήν μου, καταντούν ωσάν μωρά οι γέροι, κ' αν βλάπτη το καλόπιασμα, τους πρέπει αυστηρότης. Το τι σου είπα μη ξεχνάς! ΟΣΒΑΛ. Πολύ καλά, κυρία. ΓΟΝΕΡ. Και κρύα τους ιππότας του μεταχειρίζεσθέ τους. Ειπέ τοτους συνδούλους σου. Ας έβγη, ό,τι έβγη!

Στη περίστασι εκείνης της ώρας Ο τρανός λαλητής μαζομένος, Νηστικός σε μιαν άκρα μουλλόνει. Κι' οχ την πείνα βαριά κιντυνεύει. Στη μεγάλη του αυτή στενοχώρια Στο Μυρμήγκι βιασμένος προστρέχει· Δείξου, φίλε, του λέγει, ευεργέτης Προς εμένα με μια καλοσύνη. Ανεπάντεχα κρύα μ' επήραν· Δεν ποτάζω, σπειρί να πορέψω. Πρόφτασέ με μ' ολίγο μειράδι Δανεικό οχ την πλούσια εισοδιά σου.

»Ξύπν' Αστραπόγιαννε, γλυκοχαράζει, Γιατί εκοιμήθηκες τόσο βαρειά; Ξύπνα ο Λαμπέτης σου γλυκά σε κράζει Να ιδής τα φράξα σου, τα κρύα νερά.» »Τα μάτια σου άνοιξε, ψυχοπατέρα, Να ιδής πού σ' έφερα σε μια βραδειά. Μεςτο λημέρι σου μ' ηύρηκ' η μέρα, Τώχω, Αστραπόγιαννε, κρυφή χαρά

Τον αντάμωσε το Μιχάλη στο χτήμα μεσημέρι γυρισμένο, τώρα και δυο ώρες. Στάθηκε ομπρός του, αμίλητος πάντα, πάντα ολότρεμος. Τον αγνάντευε κατά πρόσωπο με ματιά κρύα, σουβλερή, ανατριχιάρικη, σα Χάρου ματιά. — Τι έπαθες, 'βρέ Δημήτρη; μπας και δεν είσαι καλά; ρωτάει ο Μιχάλης. — Έλα παραόξω και σου λέω, αποκρίνεται ο Δημήτρης γοργά και μισοπνιγμένα.

Τω όντι η γραία Χαδούλα με τα φάρμακά της, με τα μαντζούνια της και με τα ζεστά ή κρύα όσα έδιδε να πίη εις την πάσχουσαν, τη βοηθεία και των εντριβών τας οποίας εξετέλει μ' επιδεξιότητα πολύ υπερτέραν από τας άλλας, κατώρθωσεν εντός ολίγων ημερών να επιφέρη την έκτρωσιν. Ο κυρ-Αναγνώστης ουδέποτε έμαθε τίποτε.

Όλοι τους είταν κληρωτοί, κ' έφευγαν από τον τόπο τους για το στρατό, κατεβασμένοι άλλοι από της Αράχωβας τις ψηλές ράχες, άλλοι από του Λοιδωρικιού τα βουνά, κι άλλοι από τις μυρωμένες πρασινάδες και τα κρύα νερά του Χρισσού.

Γεράματα δεν έχετε και χάρο δεν φοβάστε· Σα μεσημέρια απλώνετε τον ίσκιο τον διαβάτη, 'Σ τον ζευγολάτη, 'ς τον βοσκό, 'ςτού κοπαδιού τον πλήθο. Την νύχτα ολόρθα κι' άγρυπνα, πίνετε και ροφάτε Δροσιάν βουνίσια αχόρταγα, και το ταχύ, όταν φέγγει. Εσείς παλάτια γίνεστετον κότσυφα 'ς τ' αηδόνι. Εσάς σας τρέφουν κρύα νερά, τα χιόνια σας πλαταίνουν.

Όσο μπορούσε ν’ αντέξει έμενε εκεί πάνω, κολλημένος στη γη που του είχε ρουφήξει όλη την ικμάδα και όλα του τα δάκρια. Το φθινόπωρο προχωρούσε με τις γλυκές μέρες του Οκτώβρη, με τα πρώτα κρύα του Νοέμβρη.