United States or Ukraine ? Vote for the TOP Country of the Week !


Καθώς ο ζέων θυμός της Ηρωδιάδος υπήρξεν η μάστιξ της ειρήνης του συζύγου της, ούτω και η μωρά φιλοδοξία της εγένετο ύστερον η άμεσος αιτία της καταστροφής του. Προ παντός επεθύμει ίνα ο σύζυγος της επιτύχη τον τίτλον του βασιλέως, αντί να εξακολουθή φέρων τον ταπεινότερον, του τετράρχου.

Προς τούτοις, εάν οι ιχθύς αναπνέωσι , διά ποίαν αιτίαν εις τον αέρα αποθνήσκουσι και φαίνονται, ότι σπαρταρούσιν ως εάν επνίγοντο; Βεβαίως δεν πάσχουσι τούτο δι' έλλειψιν τροφής. Και η αιτία δε την οποίαν αναφέρει ο Διογένης είναι μωρά• λέγει δηλαδή ότι εις τον αέρα ευρισκόμενα αναπνέουσι πάρα πολύν αέρα, εις δε το ύδωρ τόσον μόνον, όσον χρειάζονται, και διά τούτο αποθνήσκουσιν.

Το γεύμα θα ήτο σύντομον, πρόγευμα μάλλον. Δεν ηθέλησεν άρα να βραδύνη ο Ιησούς και υποθάλψη μάταια έθιμα διά πλύσεων, αίτινες κατά την στιγμήν εκείνην συνέβη να είνε περιτταί, και εις τας οποίας μωρά και ψευδοθρησκευτική σπουδαιότης απεδίδετο.

Μα βαστάχτηκε· χαμήλωσε στο λείψανο το κεφάλι και φρόντιζε να μη βλέπη και να μην ακούη το ρήτορα. Ήταν όμως αδύνατο. Ο Αριστόδημος έλεγε κ' έλεγε κ' έδειχνε πως δεν είχε σκοπό να τελειώση. Και τα λόγια του έκαναν στο Δημητράκη όλως διόλου αντίθετη εντύπωση απ' ό,τι έκαναν στους άλλους ακροατές. Τον συγκινούσαν γιατ' ήταν τέτοια, μωρά κι ανάξια για το θέμα που είχαν.

Μπαίνοντας στον περίβολο είδε ξανά τη συνηθισμένη σκηνή: οι κυράδες του κάθονταν στο παγκάκι με τα χέρια σταυρωμένα, η Καλίνα έγνεθε, με τα πόδια γυμνά μέσα στα πέδιλα∙ μέσα στις καλύβες οι γυναίκες καθισμένες καταγής έπιναν τον καφέ, κουνούσαν τα μωρά και πάνω στο μπαλκόνι, με φόντο τον ουρανό που χρύσιζε, η μαύρη φιγούρα του παπα Πασκάλε χαιρετούσε με το τιρκουάζ μαντήλι του. «Διασκεδάζετε;», ρώτησε ο Έφις ακουμπώντας το δισάκι κοντά στα πόδια των κυράδων του. «Κι εκείνος;» «Συνέχεια χορεύουμε», είπε η ντόνα Έστερ και η ντόνα Ρουθ σηκώθηκε για να τακτοποιήσει τα πράγματα.

Κι' εν τω άμα κινάν στο ταξίδι Βιαστικά με χαρά τους μεγάλη. Σταματάτε ανόητα τέκνα· Θα χαθήτε, φωνάζει η μάνα. Έχε υγιά, αποκρένουνται εκείνα, Άλλα λόγια εμείς δεν ακούμε. Και μ' αυτό προς τους κάμπους τρεχάτα Όσο δύνουνταν, έκοφταν δρόμο. Τα μωρά! δεν το βάνουν με νου τους· Τα νερά αρχινάν να τραβιούνται. Απομνήσκουν απάνω σε ξέρη, Καταντάν των διαβάτων κυνήγι·

Ανόητον γερόντιον! Και πώς; Την εξουσίαν αφού μας την εχάρισε, την θέλει να την έχη! Μα την ζωήν μου, καταντούν ωσάν μωρά οι γέροι, κ' αν βλάπτη το καλόπιασμα, τους πρέπει αυστηρότης. Το τι σου είπα μη ξεχνάς! ΟΣΒΑΛ. Πολύ καλά, κυρία. ΓΟΝΕΡ. Και κρύα τους ιππότας του μεταχειρίζεσθέ τους. Ειπέ τοτους συνδούλους σου. Ας έβγη, ό,τι έβγη!

Μωρά έτι και νήπια ηρχίσαμεν να ομιλώμεν περί τελεολογικών ζητημάτων πριν ή οδοντοφυήσωμεν, και τετραποδίζοντες έτι περιεβάλομεν κράνος την ασθενή ημών κεφαλήν. Ετράπημεν την περίβλεπτον αλλά τραχείαν και ανάντη ατραπόν της δόξης, αντί να πατήσωμεν την άσημον αλλ' ασφαλή και ομαλήν οδόν της εργασίας.

ΜΑΝΝΑ. Όσες καϋμούς να της ποτίζουνε μωρά δεν εφασκιώσανε. ΜΑΝΝΑ. Μακάριες οι στείρες όσες δεν γνωρίζουνε τέτοιες λαχτάρες, που τα χείλα κιτρινίζουνε. ΑΓΙΟΣ ΔΗΜ. Η καρδιά μου σαν κερί μέσα στα σωθικά μου λυώνει. . . 2ος ΠΡΕΣΒΥΤ. Άκου, Λαέ, τα λόγια τα δικά μου, λέγει ο Κύριος. Όσοι δάκρυα θα σπείρουνε, την αγαλλίασι κατόπιν θα θερίσουνε.

Οχ κι' εσύ όλο να γκρινιάζης, Όλο θέλεις να μιας σκιάζης· Έχε υγιά, της λεν, θα πάμε· Αλλα λόγια δε γρηκάμε. Το ποτάμι τους αφίνουν, Δίχως άλλο να προσμείνουν· Κι' όσο εδύνονταν τρεχάτα Προς τους κάμπους κόφτουν στράτα. Τα μωρά! δε συλλογιούνται. Τα νερά αρχινάν τραβιούνται. Απομνήσκουν μες την ξέρη, Πέφτουν σε διαβάτων χέρι.