United States or Svalbard and Jan Mayen ? Vote for the TOP Country of the Week !


Με αυτό θέλετε να πάγω να με καμαρώση η αυλή και ο Βασιληάς; — Δεν είνε τα πουλιά τόσον ανόητα, όσο τα πιστεύει ο κόσμος, απήντησε το αηδόνι. Δεν θα σου έλεγα να στολισθής, αν δεν είχαμε φροντίσει να ετοιμάσωμεν τα στολίδια. Έχομε φιλία με μεταξοσκούληκα και τα εβάλαμεν να δουλεύουν όλην την νύκτα για να σου κάμουν αυτό το φόρεμα όπου δεν έχει δεύτερο στην οικουμένη.

Θυμήθηκε που είδε εις βιβλία κοριτσάκια ντυμένα με άνθη. Άνθος θέλω να γίνω και εγώ, καλή Νεράιδα, τέτοιο όμοιο διά να μένω πάντα εδώ. Ανόητα πράγματα μου ζητείς, απαντά η Νεράιδα. Το θέλω, λέγει, δεν δίδεις εσύτα παιδιά ό,τι κι αν σου ζητούν; Και χαϊδευμένη καθώς ήτο η Ανθούλα, εκτύπησε με πείσμα το πόδι της. Αφού το θέλεις, είπε σοβαρά η Νεράιδα, ας γίνη.

Κι' εν τω άμα κινάν στο ταξίδι Βιαστικά με χαρά τους μεγάλη. Σταματάτε ανόητα τέκνα· Θα χαθήτε, φωνάζει η μάνα. Έχε υγιά, αποκρένουνται εκείνα, Άλλα λόγια εμείς δεν ακούμε. Και μ' αυτό προς τους κάμπους τρεχάτα Όσο δύνουνταν, έκοφταν δρόμο. Τα μωρά! δεν το βάνουν με νου τους· Τα νερά αρχινάν να τραβιούνται. Απομνήσκουν απάνω σε ξέρη, Καταντάν των διαβάτων κυνήγι·

Και συ λοιπόν εδαγκώθης εις του Ευκράτους υπό των πολλών ψευδολογημάτων, μετέδωκες δε και εις εμέ το δηλητήριον και μου εγέμισες την ψυχήν από δαίμονας. ΤΥΧ. Ας μη ανησυχώμεν, φίλε μου, διότι έχομεν κατά των τοιούτων αλεξιφάρμακον την αλήθειαν και τον περί πάντων ορθόν λόγον• χάρις δε εις αυτά ουδόλως θα μας ταράξουν τα ανόητα και μάταια ταύτα ψεύδη.

Αν αποκόψης το κλαδί απ' τον κορμόν του δένδρου, όπου βυζάνει τον χυμόν, θα μαραθή! ΓΟΝΕΡ. Ω! Φθάνει! Ν' ακούω τα βαρύνομαι τ' ανόητα ρητά σου. ΔΟΥΞ ΑΛΒ. Νουν κι' αρετήν ο ποταπός ως ποταπά τα έχει. Μόνονταις βρώμαις ηδονήν ο βρωμερός θα εύρη!

Χτυπούσαν έναν ακάθαρτο γίγαντα συνάδελφό του που είχε την παλάμη μπροστά στα μάτια, κι' ύστερα σήκωναν το δάχτυλο λέγοντας: — Είμαι γω; — Δάσκαλε! Ο γίγαντας με τ' ασπράδια των ματιών του κόκκινα, ανόητα και βλοσυρά, σα μάτια σκύλου θυμωμένου, προσπαθούσε να μαντέψει ποιος τον χτύπησε. Δεν πετύχαινεν όμως ποτέ, γιατί οι άλλοι του λέγαν όλο ψέματα. Ύστερα φωνάζανε πάλι: — Βαράτε το φούρναρη.

Έφαγα σ' ενός το σπίτι που πάντα, μόλις τα πιάσει, χαλνά τα πράγματα που μαρέσουν, ξεσκεπάζει σκεπασμένα κάλλη, και τα λόγια του με κρυώνουν. Μ' έκαμε και συλλογίστηκα πρώτα έναν που μ' άρεσε, και τώρα τον καταφρονούν όλοι, κι αυτός. Ύστερα, με τα ανόητα χτυπήματά του, γκρέμισε έναν που πίστευα πως τα λόγια του ήταν αληθινά.

Πες τα ανόητα όσο θέλεις· σε κυνηγούν όπου πας, σε παραζαλίζουνε, σου βάζουν άνω κάτω το κεφάλι και γίνεται τότες το κακό. Νομίζεις πως κάτι θα τύχη, και τυχαίνει, γιατί το νομίζεις. Τρεις ήμισυ. Χτύπα, χτύπα, καρδιά μου, και σπάσε σαν το ρολόγι. Έπρεπε νάχω τίποτις απάνω μου, κανένα φυλαχτό, ό τι κι αν είναι. Τόχεις και σου δίνει θάρρος και σε προφυλάγει. Να το πιάσω, να το βαστάξω, να μη φύγη.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ Κακόν πώς ημπορώ να λέγω διά τον άνδρα μου, εγώ; Κακόμοιρέ μου άνδρα, ποιος τ' όνομά σου το καλόν θα 'πή, αφού μονάχη, τριών ωρών γυναίκα σου, εγώ σου το ξεσχίζω; Πλην τον Τυβάλτην διατί, κακέ, να τον σκοτώσης; Διότι θα εσκότονε τον άνδρα μου εκείνος· Ανόητά μου δάκρυα, γυρίσετε οπίσω.

ΠΟΣΕΙΔ. Λοιπόν σκεφθήτε σεις τίποτε καλλίτερον, αφού τα δικά μου σας φαίνονται τόσον ανόητα. ΑΠΟΛΛΩΝ. Εάν και εις ημάς τους νέους και αγενείους επέτρεπεν ο νόμος να λαμβάνωμεν τον λόγον, ίσως θα είχα να προσθέσω κάτι τι συμφέρον εις την διάσκεψιν.