United States or Australia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ποιος μου έφερε την καινούργια κούκλα ερωτούσε, πάλιν, αν εύρισκε πλησίον εις την παλαιάν κούκλαν της άλλην ωραιοτέραν. Η καλή Νεράιδα, της απαντούσε. Απεκοιμήθη λοιπόν και αυτήν την βραδυά με λύπην η Ανθούλα. Κοντά της εις το τραπέζι ήτον η καινούργια σάκκα της με το καινούργιο βιβλίον μέσα. Αυτό βέβαια θα ήτο δυσκολώτερον από το αλφαβητάριον.

Την έσφιγξε εις την αγκαλιά της και με ένα φίλημα την έκαμε πάλιν κοριτσάκι. Το φοβερό ζώον ετρόμαξε τόσον, ώστε επέταξε μακρυά και εχάθη. Η Ανθούλα από την συγκίνησίν της εξύπνησε. Με προθυμίαν την ημέραν εκείνην η Ανθούλα επήγεν εις το σχολείον, η χαρά της ήτο μεγάλη, διότι ξαναεύρισκε εκεί τας συμμαθήτριας της.

Ήτο πάντοτε ωραία κόρη η Ανθούλα, αλλά τώρα, όσον εμεγάλωνεν, εστολίζετο και με άλλα χαρίσματα, την απλότητα εις τους τρόπους, την μετριοφροσύνην, την χάριν εις την συνομιλίαν, όσα δηλ. η κόρη η αληθινά μορφωμένη αποκτά.

Ν' αφήση εκείνο το ωραίον μέρος, όλες εκείνες της πεταλουδίτσες, που την διεσκέδαζαν και να πάγη, πού; Εις το σχολείον! Ω, όχι. Καλή Νεράιδα, της λέγει, εσύ που μου κάμνεις ό,τι θέλω, δεν πηγαίνω εις το σχολείον. Άφησέ με να μείνω πάντα εδώ, τι τα θέλω τα γράμματα! Εκείνην την στιγμήν ανάμεσα εις της πρασινάδες είδεν η Ανθούλα ένα μεγάλο λουλούδι απλωμένοτον ήλιον ολόχρυσο σαν φορεματάκι.

Αλλά το μεγαλείτερον, το ωραιότερον, εκείνο το όποιον ήτο γεμάτο με ωραίας εικόνας, ήτο μία μεγάλη ιστορία της Ελλάδος. Μητερούλα μου, θα μελετώ με όλην μου την προσοχήν διά να σ' ευχαριστήσω της είπεν η Ανθούλα.

Και σήκωσε υψηλά την βέργα της, η οποία έλαμψε τώρα σαν αστραπή, και έγινεν η Ανθούλα λουλούδι ωραίο. Κάθε πεταλούδα ήλθεν εκεί διά να την θαυμάση, ως και χρυσόμυιγες ακόμη εβγήκαν από τα άνθη, όπου βαθειά μέσα κρύπτονται, διά να την ιδούν. Ήτο κατευχαριστημένη η Ανθούλα, το αεράκι την εχάιδευε και αυτή άπλωνεν όσον ημπορούσε το χρυσό της φόρεμα.

Με πόσην λύπην ήκουεν η Ανθούλα κάθε Κυριακήν το βράδυ το ξημερώνει αύριον Δευτέρα! Αφού έπαιζεν όλο το απόγευμα του Σαββάτου και όλην την Κυριακήν, της ήτο πολύ βαρύ ν' ανοίξη την Δευτέραν το βιβλίον της· διότι πρέπει να σας ειπώ ότι η Ανθούλα δεν αγαπούσε διόλου τα γράμματα. Η ευφυία δεν της έλειπεν, απ' εναντίας ήτο εξυπνοτάτη αλλά δεν ηγάπα να κοπιάζη.

Εις τον κήπον έως το βράδυ τα ζωηρά κοριτσάκια διεσκέδασαν λαμπρά, έπαιξαν κρυφτό, κυνηγητό, εκουνήσθησαν εις την μεγάλην κούνια κάτω από την κληματαριά. Όταν ενύκτωσε πλέον και ευρέθη μόνη η Ανθούλα ήτο κατακουρασμένη από τα πολλά παιγνίδια. — Πήγαινε να κοιμηθής, της είπεν η γιαγιά μετά το δείπνον^ ξημερώνει αύριον Δευτέρα και πρέπει να είσαι με την ώρα σου εις το σχολείο.

Αυτή ήτο η σκέψις της Ανθούλας, καθώς ο ύπνος έκλειε τα βλέφαρά της. Η σελήνη από τα βουνά αντικρύ έρριπτε την λάμψιν της εις το ωραίον προσωπάκι της. Ήτο ολόξανθος κόρη η Ανθούλα. Εάν την έβλεπε κανείς από τους ποιητάς μας τώρα, καθώς εκοιμάτο, θα έλεγε. «Εύμορφη, πεντάμορφη Σαν εικόνα μοιάζει.» — Θα σας ειπώ τι όνειρον είδεν εκείνην την νύκτα.

Θυμήθηκε που είδε εις βιβλία κοριτσάκια ντυμένα με άνθη. Άνθος θέλω να γίνω και εγώ, καλή Νεράιδα, τέτοιο όμοιο διά να μένω πάντα εδώ. Ανόητα πράγματα μου ζητείς, απαντά η Νεράιδα. Το θέλω, λέγει, δεν δίδεις εσύτα παιδιά ό,τι κι αν σου ζητούν; Και χαϊδευμένη καθώς ήτο η Ανθούλα, εκτύπησε με πείσμα το πόδι της. Αφού το θέλεις, είπε σοβαρά η Νεράιδα, ας γίνη.