United States or Solomon Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Πως; τι θα κάμω; πες το συ κ' εγώ θα το τολμήσω. ΚΡΕΟΥΣΑ Εις την Αθήνα, σαν θα 'ρθη στο σπίτι το δικό μου. Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Δεν τώπες ούτε συ καλά, κ' ύστερα λες για μένα. ΚΡΕΟΥΣΑ Πώς; τάχα εμάντευσες εσύ τ' ήλθε στο νου μου μέσα; Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Συ θα περάσης για φονιάς, χωρίς να το σκοτώσης. ΚΡΕΟΥΣΑ Σωστά• λέν' πως η μητρυιές τους προγονούς μισούνε.

Θεοπάλαβε, του φώναξε ο Αγαθούλης, σε γλύτωσα από τα κάτεργα, πλήρωσα την ξαγορά σου, πλήρωσα την ξαγορά της αδερφής σου, που έπλυνε πιάτα, που είναι άσκημη κ' έχω την καλωσύνη να την κάνω γυναίκα μου κ' έχεις την απαίτηση ακόμα ν' αρνιέσαι. Θα σε ξανασκοτώσω, αν υπακούσω στην οργή μου. Μπορείς να με σκοτώσης άλλη μια φορά, αλλά δε θα παντρευτής την αδερφή μου, ενόσω εγώ ζω! &Συμπέρασμα&

Ώρα των θρήνων, διατί να έλθης, την χαράν μας να την σκοτώσης; διατί; Παιδάκι μου, παιδί μου! όχι παιδί, — ψυχή μου συ! Νεκράν, νεκράν σε βλέπω. Κάθε χαρά μου θα ταφή, ω κόρη μου, μαζή σου! ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ Φθάνουν οι τόσοι οδυρμοί. Είν' εντροπή σας! Φθάνει! Δεν διορθόνουν το κακόν οι οδυρμοί κ' οι θρήνοι.

Αλλ' ο Σαϊτονικολής, απωθήσας την σύζυγόν του, τον επρόφθασε, πριν να διασκελίση το κατώφλιον, και του κατέφερε δυνατόν κτύπημα. Αλλ' η Ρηγινιώ επρόλαβε πάλιν και τον εκράτησεν αναφωνούσα: «Για όνομα του Θεού, Νικολιό, το παιδί σου θα σκοτώσηςΚαι ούτω έδωκε καιρόν εις τον Μανώλην να σωθή από την πατρικήν οργήν. Ο Μανώλης κατέφυγεν εις το καφενείον του, διά να κοιμηθή εκεί.

Κι' αφού το πράμα τώρα αυτό επήρε τέτοιο δρόμο, γιατί, εφοβήθη μήπως σε η μάννα σε σκοτώση, ή μήπως τη σκοτώσης συ, άλλαξε τη βουλή του, γιατ' ήθελε της μάννας σου τη γνωριμιά να κάμης, όταν θα είσαστε κι' οι δυο φτασμένοι στην Αθήνα, κρατώντας μυστικό πως συ γεννήθης από τούτη και είχες τον Απόλλωνα το Φοίβο για πατέρα.

Εσύ λοιπόν για τόνομα των Νυμφών κ' εκείνου του Πάνα, αφού μπης στη λαγκάδα, σώσε μου τη χήνα· επειδή φοβάμαι μονάχη μου να μπω. Κ' ίσως να σκοτώσης και τον ίδιο τον αετό και να μη σας αρπάξη κ' εσάς πια πολλά αρνιά και κατσίκια· και το κοπάδι ως τότε θα το φυλάξη η Χλόη· τήνε γνωρίζουνε βέβαια τα γίδια, γιατί πάντα βόσκει μαζί σου.

ΤΡΟΦΟΣ Απελπίζεσαι, επειδή εσκέφθης να σκοτώσης την άλλην γυναίκα του ανδρός σου; ΕΡΜΙΟΝΗ Κατηραμένη η σκέψις μου, που ετόλμησα να το κάμω αυτό, εγώ η κατηραμένη, η μισητή εις τους άνδρας. ΤΡΟΦΟΣ Ο άνδρας σου θα σου συγχώρηση αυτήν την αμαρτίαν. ΕΡΜΙΟΝΗ Γιατί μου επήρατε το σπαθί από τα χέρια; Δόσε μου το, δόσε μου να περάσω το στήθος μου. Γιατί μ' εμποδίσατε να κρεμασθώ;

ΚΡΕΟΥΣΑ Εκείνη τρέφει τη ζωή και της αρρώστιες διώχνει. Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Της δεύτερης σταλαγματιάς η δύναμι ποιά είνε; ΚΡΕΟΥΣΑ Σκοτώνει• από της οχιάς εβγήκε το φαρμάκι. Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Της έχεις και της δυο μαζύ, ή χωριστά της φέρνεις; ΚΡΕΟΥΣΑ Ναι, χωριστά• γιατί καλό με το κακό δεν πάει. Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Αγαπημένη κόρη μου! αυτό που θέλεις τόχεις. ΚΡΕΟΥΣΑ Μ' αυτό θα πάθη το παιδί, και συ θα το σκοτώσης.

Και πάλιν ο Βασίλης βρήκε τρόπο να με παρηγορήση: — Καλά 'καμες και δεν τούπαιξες, γιατ' ήτονε φόβος να σκοτώσης το σκύλο. Επιαίνανε πολύ κοντά. Οι αποτυχίες, αντί να εξασθενούν, δυνάμωναν το πάθος μου στο κυνήγι. Κάθε βράδυ κοιμώμουνα με την ελπίδα ότι την επόμενη θα γύριζα φορτωμένος κυνήγια.

Ο Τριστάνος προσπάθησε να συγκρατήση το χέρι της: άδικα. Το σώμα του ήταν ακόμη σαν παράλυτο. Το πνεύμα του όμως έμεινε ευκίνητο. Μίλησε λοιπόν με τέχνη: «Έστω, θα πεθάνω. Μα, για να μην έχης βαρειές τύψεις, άκουσε. Βασιληά κόρη, μάθε ότι δεν έχεις μοναχά την εξουσία, αλλά και το δικαίωμα να με σκοτώσης. Ναι, έχεις δικαίωμα απάνω στη ζωή μου αφού δυο φορές μου την έσωσες και μου την απέδωκες.