United States or Bolivia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τα πρόβατα και οι τράγοι αφίνουν τη βοσκή τους· κ' οι ορειάδες που τους αρέσει να σκαρφαλώνουν στις άφταστες κορφές των ολόισων βράχων κατεβαίνουν με τρεχάλα μακριά από το άσμα των ανεμόδαρτων πεύκων τους, ενώ οι δρυάδες σκύβουν από τα κλαδιά των δέντρων, που ανταμώνονται, και τα ποτάμια βουίζουν πένθιμα για την κάτασπρη Πρόκριδα σε πολυστέναχτα ρέμματα «γεμίζοντας από βουή τον απέραντον Ωκεανό».

Όταν έφτασε στο τηλεγραφείο εξέχασε μια στιγμή τον πόνο του εμπρός στην εικόνα που είδεν ολόγυρα του. Κάτω στη στενόχωρη αυλή, απάνω στις σαρακωμένες σκάλες και παραπάνω στ' ασάρωτα πατώματα κόσμος σαν αυτόν ανήσυχος, γυναίκες, άντρες, παιδιά, επρόσμεναν να μάθουν από το σύρμα την τύχη των δικών τους· ποιος του φίλου, ποιος του συγγενή, ποιος του προστάτη του.

Σσ... του σφύριξε ο Σταθόπουλος στ' αφτί. Μυαλό θα βάλης στην κολοκύθα τους; Να το ειπώ! Και ποιος τολμάει; Ξέρεις τι έγινε στον Άηθανάση ; — Τι; — Μόλις μας είδαν οι καλόγεροι κατάλαβαν το σκοπό μας και πυροβόλησαν στο σωρό· πλήγωσαν μάλιστα και τον Κουφό στον ώμο. Ρίχτηκαν όμως ετούτοι απάνω τους· άστραψαν κάμες, πιστόλες, έπεσαν πέτρες που κλείστηκαν οι καλόγεροι περίτρομοι στα κελλιά τους.

Λόγχες του φάνηκαν τ' αγκάθια τους· μυριάδες λόγχες, έτοιμες να ξεκοιλιάσουν τον κακόβουλο διαβάτη. Κι από μέσα ψήλωναν και θέριευαν οι φυτιές σαν αντρογυναίκες στην ώρα τους. Το ίδιο και στου Μήτρου του Γλάμη. Αληθινά εκεί είδε και κάποια αταξία. Τα πολλά δεντρικά ήταν αστόχαστα βαλμένα τόνα κοντά στο άλλο και μάλωναν μεταξύ τους, τρώγονταν, θαρρείς, για τον αέρα και το φως.

Ρίχτηκαν στο χαροκόπι, σπατάλησαν το βιος, χρεώθηκαν, χαντακώθηκαν. Έφτασαν τα έχη τους στο σφυρί. Και στο αναμεταξύ οι Μορφόπουλοι καλητέρευαν. Η δυνατή και καλόχυμη ρίζα άρχισε πάλε να παίρνη απάνω της. Η σκλαβιά τους ατσάλωνε. Ήταν περήφανοι στη φτώχεια τους· σημαντικοί ακόμα και στην ταπείνωσή τους.

Κι' ο γοργοπόδης Αχιλλεύς βαριά εστέναξ', κ' είπε· 'Ξεύρεις· τι όλα να σ' ειπώ, αφού κε τα γνωρίζεις; Πήγαμετου Ηετίωνος μεγάλην πόλιν Θήβαν· Την επορθήσαμεν λοιπόν, και φέραμεν εδ' όλα· Κ' οι Αχαιοί τα μοίρασαν καλά 'ναμεταξύ τους· Κ' εχάρισαν την εύμορφην Χρυσίδα τον Ατρείδην· Κ' ήρθ' ο ιερεύς τ' Απόλλωνος ο Χρύσηςτα καράβια Τα γλήγωρα των Αχαιών των χαλκοποκαμίσων, Διά την θυγατέρα του, να την ελευθερώση, Άπειρα λύτρα φέροντας, κρατώντας κ' εις τα χέρια Το στέμμα του Απόλλωνος με το χρυσόν το σκήπτρον, Και παρακάλει ολουνούς τους Αχαιούς, και πλέον Τους δυω Ατρείδαις, του λαού αρχιστρατήγους πρώτους.

Με συμπαθάς· απάντησε ο Δημητράκης ατάραχος· η λέξη δεν ήταν πρόστυχη, ήταν το νόημά σου. Με μαλώνεις πως δεν τιμώ τους προγόνους μας. Τους τιμώ και τους δοξάζω. Ήταν μεγάλοι άνθρωποι, ναι· μα πρέπει να ζήσουμε κ' εμείς. Και να ζήσουμε τη σημερινή ζωή, όπως έζησαν κ' εκείνοι τη δική τους· Ξέρεις ένα πράμα; — Τι;

Το λεπτοπελεκημένο ξύλο, το μάρμαρο, το λινό κανναβόπανο γέμιζαν θαύματα, όταν το πινέλο του περνούσε χαϊδευτικά από πάνω τους· κ' η ζωή βλέποντας την ίδια της εικόνα σώπαινε, μη τολμώντας να μιλήση.

Χαίρονταν που ξαναϊδώθηκαν, ελυπόνταν όταν χωρίστηκαν, επονούσαν, κάτι ήθελαν, δεν ήξεραν τι θέλουν. Τούτο μονάχα ήξεραν: ότι τον έναν τον αφάνισε το φιλί και την άλλη το λουτρό. Τους ξάναβε όμως περισσότερο κ' η εποχή. Άνοιξης ήταν πια τέλος κι' αρχή του καλοκαιριού κι όλα στον καιρό τους· τα δέντρα γεμάτα καρπούς, οι κάμποι όλο σπαρτά.

Εκεί γίνουνται οι εθνικές γλώσσες, που όλος ο κόσμος τις μιλεί, που καταντούν κοινή συνήθεια και που μέσα τους μαζέβουν και συγκεντρώνουν όλους τους άλλους ιδιωτισμούς. Στις πρωτέβουσες μέσα έχουν την αρχή τους· οι πρωτέβουσες είναι ρίζα τους και φύτρα.