Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 19 Ιουνίου 2025
Έτσι έκραζε ο θεόρατος ο Αίας, κι' απ' το αίμα 360 μούσκεβε η γης το κόκκινο, και πέφτανε σφαγμένοι γειτονικά άφοβοι βοηθοί και Τρώες, μα κι' Αργίτες μαζί τους· τι δα απλήγωτα κι' αφτοί δεν πολεμούσαν. 363 Έτσι άγρια ζάλη ολημερύς φουρτούνιαζε πολέμου 384 σκυλήσου.
Και εκεί που με τον λαλά μου εκάμαμεν αυτούς τους στοχασμούς διά τους τρελλούς, ανταμώνομεν έναν από τους φύλακας εκείνου του τόπου, και τον ερωτήσαμεν διά να μας ειπή, διατί εκείνοι οι τρελλοί μιλούν όλο δι' αγάπην; Μη θαυμάζετε, εκείνος μας απεκρίθη, ότι αυτοί οι τρελλοί μιλούν περί αγάπης, επειδή και από αυτήν προέρχεται το κακόν τους· εσείς από ότι καταλαμβάνω είσθε ξένοι, και βεβαίως δεν είχετε πλέον σταθή εις το μέρος της Καρίσμου, με το να μην ηξεύρετε που αυτοί ετρελλάθηκαν με το να είδαν την Ρετζίαν θυγατέρα του Σουλτάνου μας· μα επειδή και δεν έχετε είδησιν δι' αυτήν την υπόθεσιν, θέλω να σας ευχαριστήσω να σας την διηγηθώ.
Αλλά, από το άλλο μέρος, της είχε γίνει ο Βέρθερος τόσο προσφιλής, ευθύς από την πρώτη στιγμή της γνωριμίας των είχε φανή τόσον ωραία η συμφωνία των ψυχών τους· πολύχρονη, συχνή μ' αυτόν συναναστροφή, τόσες καταστάσεις τις οποίες μαζί επέρασαν, όλ' αυτά της είχον προξενήσει μίαν ανεξάλειπτη εντύπωση στην καρδιά της.
Και έτσι λέγοντας έβγαλε το σπαθί του και επήγε και εμπήκεν εις το παλάτι της μάγισσας. Ύστερον από τον μισευμόν του, η βασιλοπούλα με την βάγια της αγροικούσαν μίαν μεγάλην θλίψιν και φόβον μην ηξεύροντας τι θέλει είνε το γραπτόν τους· και έντρομες εκαρτερούσαν διά να ιδούν το αποβησόμενον, ή της ευτυχίας, ή της δυστυχίας του.
Μον ο Τράγος δίχως τόση Προσοχή γι' αυτό να δόση, Πρόθυμος ευτυς πηδάει, Κι' η Αλουπού τον ακλουθάει. 710 Σαν απόπιαν με πολλή τους Και μεγάλην όρεξί τους· Λέγει ο πρώτος, είναι ώρα Να μισέψαμε πλιο τώρα. Και σταφνίζεται να φύγη, 715 Μόνε πούθε, δεν ξανοίγει· Στρίφεται, και αποράει, Τη συντρόφισσα τηράει·
Το ομολογώ πως ημπορούσα με δίκαιον τρόπον να φοβηθώ, ότι εκείνο που είπα να μην ήθελεν εύρη πολλήν πίστιν εις το πνεύμα τους· μα οι γυναίκες της καλής επιθυμίας εκυριεύθησαν από τον θαυμασμόν.
— Δεν ξέρω στην πάρα πάνω σκάλα, είπε με πικρόν πόνον τρωθείσης αξιοπρεπείας, ρίπτων εμφαντικόν βλέμμα προς τους επισκέπτας ο ποιμήν, δεν ξέρω αν οι σοϊλήδες, αυτοί που κάνουν τον άρχοντα, στρέγουν να τους κουμαντάρουν η γυναίκες τους· μα ημείς οι βοσκοί το καταδεχόμαστε με κανέναν τρόπο!
Δεν τους φτάνει, που σφιμένα Στης τριχαίς σαν κρεμασμένα Σ' έχουν αποπανωθιό τους, Βάσανο ξεχωριστό τους· Μόνε δίχως καμμιά αιτία, Κι' από μόνη αδιακρισία, Τους σκοτίζεις το κεφάλι Με τις γκάβρας σου τη ζάλη.
Αλλά καθώς δεν είχαν ιδεί ποτέ μαϊμού να ηξεύρη να γράφη και ούτε επίστευον τοιούτον πράγμα να δοθή, ήθελον σατανικώς να μου βγάλουν το χαρτί από τα χέρια· ο καραβοκύρης όμως με επροστάτευσε, λέγοντάς τους· αφήσατέ την να γράψη και αν μεν λερώση το χαρτί σας υπόσχομαι να την παιδεύσω, αν δε εξεναντίας γράφη καλά, θέλομεν ιδεί ένα θαύμα, ως δεν αμφιβάλλω, διότι εξυπνοτέραν και επιτηδειοτέραν μαϊμού εις την ζωήν μου δεν είδα.
Κι' είταν κοντά στο τέλος της όλη η δουλιά, να τόσο π' ακόμα ακόλλητα έμεναν τα σκαλισμένα αφτιά τους· αφτά να φτιάσει πάσκιζε και τα καρφιά βαρούσε.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν