Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 19 Ιουνίου 2025


Θαρρείς, πως οι Ευρωπαίοι σας έχουν γάλα στις φλέβες τους· βιτριόλι, φλόγα τρέχει στις φλέβες των κατοίκων του Άτλαντος και των γειτονικών μερών. Πολεμήσανε με τη μανία των λιονταριών, των τίγρηδων, των φειδιών της χώρας τους, για το ποιος θα μας πάρη.

Ένα μόνο ξέρω, δεν τόννοιωθαν οι μικροπολίτες πως είτανε μικροί κ' έτσι δεν το είχαν και καημό. Μήτε τόβαζε ο νους τους, και τόβλεπες αμέσως από το περπάτημά τους. Είταν πολύ περίεργο το περπάτημά τους· περπατούσαν πηδηχτά πηδηχτά, όμως με κάποια περηφάνεια και τη μύτη πάντα ψηλά. Θωρούσες ένα μικροπολίτη και στοχάζουσουν πως ερχότανε βασιλιάς. Δουλειές είχαν, πολλές δουλειές οι μικροπολίτες.

Ξέρεις τ' ήταν μια φορά οι Θεομίσητοι στους Ευμορφόπουλους; Κοπέλια τους· ναι! και κάτι χειρότερ' από κοπέλια τους. — Μα μην κυττάς τ' ήταν μια φορά, του απαντούσε με χαμόγελο εκείνη· κύττα τώρα που είνε αφεντάδες. — Αφεντάδες! αφεντάδες; φώναζε ερεθισμένος εκείνος· τέτοιους αφεντάδες εγώ τους γράφω στην πατούσα μου. Ψε! αφεντάδες!

Ο Δαλήκ και Αδήλ, εις μίαν ταραχήν και σεισμόν που έγινεν αιφνιδίως, έχασαν την γεροντικήν θεωρίαν τους και εξανέλαβαν την φυσικήν τους, που πρότερον είχαν, ομοίως τα κάλλη τους και την ωραιότητά τους· ω κα τι φοβερά μεταβολή έγεινεν εκείνην την ώραν.

Να μην αγαπήσουμε εκείνους μονάχα που είναι πονεμένη η καρδιά τους· ας αγαπήσουμε τους εφτυχισμένους, τους καλότυχους, τους μεγάλους· ας αγαπήσουμε όσους έχουν και δόξα και πλούτο και νου.

Ω ωραιοτάτη μου βασιλοπούλα, λέγω της Σχυρίνας, παύσε τον θαυμασμόν σου και εκείνον της Μαλτούλας, αν με βλέπετε να φανερωθώ εδώ· εγώ δεν είμαι ένας από εκείνους τους αγαπητικούς, οι οποίοι ασώτως εξοδεύουν χρυσίον, και μεταχειρίζονται κάθε λογής μηχανήν διά να φθάσουν να πληρώσουν την επιθυμίαν τους· εγώ δεν έχω τέτοιαν επιΘυμίαν διά να προξενήσω φόβον εις την σωφροσύνην σου και εις την τιμήν σου· μακράν από εμένα κάθε πονηρός στοχασμός· εγώ είμαι ο προφήτης Μωάμεθ, δεν ημπόρεσα χωρίς να λάβω ευσπλαγχνίαν να σε ιδώ καταδικασμένην εις το να απεράσης τες ημέρες της νεότητός σου εις μίαν φυλακήν, και ήλθα επιταυτού διά να σε βεβαιώσω να σταθής άφοβη από το προγνωστικόν που σου έκαμαν οι αστρολόγοι, διά το οποίον έβαλαν εις τόσον φόβον τον Βαχμάν πατέρα σου· βάλε το λοιπόν το πνεύμα σου εις ειρήνην διά το γραπτόν σου, το οποίον θέλει μεταστραφή εις δόξαν σου και εις ευτυχίαν σου, επειδή και θέλεις είσαι γυναίκα του Μωάμεθ.

Εγώ ημπορούσα με ευκολίαν να τους βάλλω εις σύγχυσιν, και να ελευθερωθώ από τα χέρια τους· μα ηθέλησα να ιδώ τι ήθελαν να μου κάμουν και να τους αφήσω εις την ελπίδα τους πως έχουν να με παιδεύσουν· Και αφού με έδεσαν καλά διά να μη τους φύγω, μετά μεγάλης χαράς και αλλαλαγμού με έφεραν εις τον Κατή.

Δεν άφινε μήτε μέγαρα, μήτε φαγοπότια, μήτε ιπποδρόμια, μήτε τις αρχόντισσες που γυρίζανε τους δρόμους μ' αρίθμητους δούλους κ' ευνούχους κατόπι τους· μα και τους φιλοσόφους τους έλουζε κατά πώς τους άξιζε, ιστορώντας ταγέρωχό τους στάσιμο, τις γενειάδες, και τάλλα στολίδια τους που τα γνωρίζουμε κι από τον Εθνικό το Χρυσόστομο, το Λουκιανό.

Κ' έβλεπες τους Γιαννιώτες, τους παλιούς Γιαννιώτες, τους Ζαγορίσιους και τους Πρεβεζάνους με τους πανένιους τσουμπέδες τους σκουροχρωματισμένους, τες μακριές και παχιές γούνες, τα κατακκόκινα φέσια τους, τες ευγενικές, κάτασπρες και κάλοψες σάρκες τους, τους Αρτινούς, τους Σουλιώτες και τους Αρβανιτάδες, φουστανελλοφόρους, μ' αλαφρούς άσπρους σκούφους στα κεφάλια τους, αλλά με διαφορετικές φυσιογνωμίες, τους Αρτινούς με την πονηριά και την εξυπνάδα στα μάτια, τους Σουλιώτες με την περηφάνια στο μέτωπο και την πολεμικότη στο κορμί όλο, τους Αρβανίτες, τους Λιάπιδες με τη μπέσα και την εκδίκηση και τους Τσάμιδες με την απιστία και το δόλο στο στόμα· του Πίνδου τους λαούς τους βλαχόφωνους με τες κοντές φουστανέλλες και με τα χονδρά μάλλινα τσιπούνια τους, άσπρα και μαύρα, ανθρώπους του βουνού, προβατάριδες, τραχιούς, απονήρευτους, αγαθούς, μ' αόριστες ματιές, με παχιές άντζες, με στήθια ολάνοιχτα και δασιά και με την καρδιά στα χείλη· τους κατοίκους των περιχώρων της Κόνιτσας και του Δέλβινου, τους γνωρισμένους χτίστες και βαρελάδες, που μαύριζαν σαν καλιακούδες με τες μακρυές κι ολόμαυρες ενδυμασιές και τα πουτούρια τους· όμως πολυπληθέστεροι απ' όλους ήταν οι χωρικοί του Γιαννίνου, με τ' άσπρα φορέματα και τες χοντρές μπαρμπούτες, με τα ρωμαλέα κορμιά και τες κάκοψες μορφές, άνθρωποι του δικελλιού και της αλετροπόδας όλοι.

Εις το αναμεταξύ που αυτός μου εδιηγείτο εκείνον τον σκληρόν και απάνθρωπον νόμον, ιδού και ήλθον οι φίλοι, οι συγγενείς και γείτονες διά να συντροφεύσουν το λείψανον και να παρασταθούν εις τον ενταφιασμόν του ανδρογύνου· εστόλισαν την γυναίκα με τα πλέον λαμπρά και χρυσά της φορέματα, με δακτυλίδια και σκουλαρίκια πολυτίμων λίθων και με άλλους στολισμούς από μαργαριτάρια, ομοίως και ο άνδρας εστολίσθη με λαμπρά φορέματα και πολύτιμα δακτυλίδια από πετράδια· έπειτα όλοι ομού οι συγγενείς, φίλοι και γείτονες τους· εσυντρόφευσαν, όντας και εγώ παρών, έως εις τον τάφον.

Λέξη Της Ημέρας

θεληματικόν

Άλλοι Ψάχνουν