Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 19 Ιουνίου 2025
Θάλεγες πως τα κορμιά τους ήταν εκεί, κι ο λογισμός του έτρεχε μακριούς, μακριοπερπάτητους, τραχιούς κι ανάντιους δρόμους. Σιγά, δίχως κι αφτοί να το νιώθουν γιατί, μπορεί για ναλαφρώσουν το φαρμακερόν τους τον καημό, τόσκουξαν λιγάκι το πικρό το τραγούδι τους· κατάπικρο σαν τους μάβρους τους λογισμούς, που παραδέρνουν του κουρασμένου νου τους θλιβερούς τους πόνους.
ΟΣΡΙΚΟΣ Ούτε 'ς το ένα μέρος ούτε 'ς τ' άλλο τίποτε. ΛΑΕΡΤΗΣ Πάρε αυτήν. Ο ΛΑΕΡΤΗΣ λαβόνει τον ΑΜΛΕΤΟΝ, κατόπιν εις τον διαξιφισμόν αλλάζουν τα ξίφη και ο ΑΜΛΕΤΟΣ λαβόνει τον ΛΑΕΡΤΗΝ ΒΑΣΙΛΕΑΣ Χωρίσετέ τους· είναι θυμωμένοι. ΑΜΛΕΤΟΣ Όχι, εμπρός και πάλιν. Η ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ πέφτει. ΟΣΡΙΚΟΣ Βοηθάτε την Βασίλισσαν, ω! ΟΡΑΤΙΟΣ Αιμάτωσαν και οι δύο — Κύριέ μου, πώς είσαι; ΟΣΡΙΚΟΣ Πώς είσαι, Λαέρτη;
Μ' οχτώ ποδάρια σκλεπωτά, που στο πλευρό βαδίζουν· Κι' αυτά τα τερατόμορφα Καβούρια ονοματίζουν· Η δυναταίς κοπίδες τους το μέρος που δαγκάσουν, Θενά το κόψουν άφευχτα· θελά το κομματιάσουν. 600 Νοραίς λοιπόν των Ποντικών ποδάρια τους λιανίζουν. Κι' οχ τ' αποδέλοιπο κορμί με πόνους τα χωρίζουν·. Χτυπάν μ' αγώνα οι Ποντικοί και με τα δυνατά τους· Δεν κατορθόνον τίποτες σ' εκείνους τ' άρματά τους.
Η φήμη της ζωής της ετραβούσε πολλούς άνδρας διά να την ζητήσουν του πατρός του διά γυναίκα τους· και ήθελεν έχει αυτή περισσοτέρους αγαπητικούς που να την ζητούν, αν ήξευραν την ευμορφιά της που ήτον παρόμοια με την καλήν της ζωήν.
Ας ρίξουμε και παραμέσα στον καφενέ μια ματιά. Κοίταξέ τους· κάθουνται σα χορτασμένοι κροκόδειλοι στον άμμο του ποταμού. Τσιμουδιά λέξη, κι ανοιχτό στόμα. Λες και φωτιά να πάρη το χτίριο, δε θα σαλέψουνε. Να μη γελαστή όμως κεφάλι και σκύψη μπροστά τους! Χαπ, — και το χάφτουνε. Βυθίζουνται κατόπι μέσα στα θολωμένα νερά τους, και το καταπίνουν.
Για το κάθε θύμα ψιθυρίζουν τα ψηλά άλση και τα δασωμένα άντρα· τα λουλούδια βγάζουνε μελαγχολική ευωδιά από τα μπουμπούκια τους· ταηδόνι μυρολογάει στους γκρεμνούς και το χελιδόνι μες στις φιδωτές λαγκαδιές· όμοια οι σάτυροι κ' οι φαύνοι με το μαύρο πέπλο βογγάνε, κ' οι νεράιδες μες στο ρουμάνι λυώνουν στα δάκρυα.
Ο Αριστόδημος ήθελε σώνει και καλά να βάλουν στην τραπεζαρία και το άγαλμα της Δόξας. Έτσι θα τόβλεπαν όλοι οι καλεσμένοι και θα τους καθόταν καρφί στα μάτια. — Ηθέλησαν να μας δείξουν τα πλούτη τους· να τους δείξουμε και ημείς τα ιδικά μας. — Μα τώρα θα μας μάθουνε! τούλεγε μαλακά ο Δημητράκης· τη Δόξα μας όλοι την ξέρουν. — Ας την ξεύρουν να την ιδούν πάλι· επίμενε ο Αριστόδημος.
Και με τα λόγια τούτα έχυναν πιο καυτερά δάκρυα κ' έκλαιγαν όχι πια τα λουλούδια παρά τα κορμιά τους· έκλαιγε κ' η Χλόη το Δάφνη πως θα κρεμαστή και παρακαλούσε να μην έλθη πια τ' αφεντικό τους· και περνούσε μέρες πικραμένες σαν νάβλεπε από τώρα το Δάφνη να τόνε χτυπούνε με το καμτσίκι.
Έπειτα η Ζωηδεία στραφείσα προς τον βασιλέα Καλίφην, προς τον Γαφέρ και προς τον Αρχιευνούχον, τους οποίους δεν εγνώριζε διά τοιούτους, λέγει τους· τώρα και σεις πρέπει να μας διηγηθήτε την ιστορίαν σας.
Και μισεύοντες από εκεί αράξαμεν και εις άλλα διάφορα νησιά, πωλούντες και αγοράζοντες με μεγάλον κέρδος. Τέλος πάντων εφθάσαμεν εις Βαλσύραν, έπειτα εις Βαβυλώνα και εκέρδισα τόσα, που δεν ήξευρα τον αριθμόν τους· από τα οποία εμοίρασα πολλά εις ελεημοσύνας, και ανεπαύθηκα συγχαιρόμενος με τους φίλους μου.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν