United States or Iceland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μη μου ξαναμιλήσεις γι’ αυτό.» «Μόνο αυτό έχετε να μου πείτε;» «Μόνο αυτό έχω να σου πωΣώπασαν. Εκείνη έραβε, εκείνος είχε σηκώσει τα γόνατα και τα έσφιγγε με τα χέρια. Του φαινόταν ότι ονειρεύεται, δεν καταλάβαινε. Τελικά σήκωσε τα μάτια και κοίταξε τριγύρω.

Να, μαντολόγο αν ξέταζες, τι θα σου πει, αν κατέχει από σημάδια θεϊκά κι' αληθινό τον ξέρουνΤότες ο Έχτορας λοξά τον κοίταξε και τούπε 230 «Τώρα όσα, Πολυδάμα, λες δεν είναι φίλου λόγια. Σου ξέρει κι' άλλη πιο καλή να κόψει ο νους σου γνώμη.

Οι γυναίκες χόρευαν και ανάμεσά τους η Γκριζέντα με το πρόσωπο ξαναμμένο γελούσε σαν να ήταν η τρελή του πανηγυριού και ο Έφις ψιθύρισε αγγίζοντας το γόνατο του Τζατσίντο: «Αφεντικό… λέω… κοίταξε εκείνο το κορίτσι… Είναι καλό, αλλά φτωχό και έπειτα είναι και ορφανό….» «Θα την παντρευτώ», είπε ο Τζατσίντο, αλλά κοίταζε καταγής και έμοιαζε να ονειρεύεται. Κεφάλαιο έκτο

Έτσι αιστανότανε και γύρισε και με κοίταξε και δεν μπορούσα να της δώσω καμιά παρηγοριά. Γιατί στοχαζόμουνα πόσο κακά έκαμα να μην ακούσω τη φωνή της προαίστησής μου και να λυτρώσω και τους δυο μας από το να δούμε τα ερείπια της ευτυχίας μας. Μα δεν είχα την καρδιά να το πω κι άρπαξα το μπράτσο της και προχωρήσαμε στο νησί μακρήτερα.

Τον κοίταξε καλά πριν τον αφήσει να μπει, όπως κοιτάζει κανείς έναν ξένο, έπειτα είπε μόνο: «α, εσύ είσαι;». Ήταν αρκετή όμως αυτή η έκφραση δύσπιστης και κάπως ειρωνικής έκπληξης για να τον ταπεινώσει και να τον ταράξει περισσότερο. «Γύρισα, λοιπόν, ντόνα Νοέμι μου», είπε μπαίνοντας και ακολουθώντας την μέσα στην αυλή. «Ο περιπλανώμενος γύρισε.

Κι' αφτός τον βλέπει, εφτύς πηδάει και κράζει με περφάνια, «Να το θεριό που την ψυχή μού μάσησε ως στη ρίζα, 425 που μούσφαξε τ' αδέρφι μου! Κρυφτούς πια εδώ δεν έχει, παρά θα δούμε τώρα εφτύς πιος θενά φάει τον άλλοΕίπε, τον κοίταξε λοξά και του φωνάζει πάλι «Έλα σιμά να μπεις γοργά στου χάρου τα πλεμάτια

Όσο μικρός κι αν είταν, εύρισκε ίσως πως είχε και κείνος τα ίδια δικαιώματα στον πατέρα μαζί με τάλλα αδέρφια κι όσο μικρός κι αν είταν ήξερε πως έπρεπε να έχη κι αυτός τη θέση του εκεί που είτανε ο μπαμπάς, η μαμά και ταδέρφια. Κοίταξε τον μπαμπά ερωτηματικά με τα μεγάλα μάτια του και με τόση θέρμη, σα να είτανε ζήτημα ζωής και θανάτου.

Δεν είμαι σε θέση να παντρευτώ: είμαι ένας κουρελής, έχω άλλες υποχρεώσεις εγώ και το ξέρεις. Κοίταξε λοιπόν, μπορώ να μιλήσω μπροστά σ’ αυτόν τον άνθρωπο που ξέρει τα πάντα για μένα, όπως εσύ, και με συμπονά. Εγώ πρέπει να πληρώσω το χρέος από τις θείες μου. Γι’ αυτό ήθελα να πεθάνω, επειδή η απελπισία ξεχείλισε την καρδιά μου.

Όλο εικόνες και σύγκρισες. — Απελπισιά το λοιπόν! Κάνω του φίλου μου. Κι ως τόσο δε μ' έπεισες. Ο καλός ο τεχνίτης ποτές δε σφάλλει. Δεν πάω να πω πως δεν είσαι καλός τεχνίτης· μια όμως κι ανέβασες το ζήτημα στ' αψηλά, πρέπει να σου αποδείξω πως λαθεύεις. Κοίταξε τον Όμηρο — — Γεια σου, τον Όμηρο, αντισκόβει ο φίλος.

Αρνί σου θα γίνω. Κοίταξέ με. Τα ματάκια σου, δώσε με τα ματάκια σου να τάχω πάντα μαζί μου, πάντα να μ' ακλουθούν και να θέλγουν. Τότες πια δεν τυραννιούμαι. — Έπρεπε να σε μισήσω, Καρλή, και δε σε μισώ. Δεν ξέρω κ' η ίδια τι μου γίνεται. Είμαι ακόμη παιδί. Είμαι άπραχτο παιδί. Εσύ τόσα είδες, τόσα έμαθες! Εσύ είσαι άντρας. Ναι! Το κατάλαβα πως δεν παίζεις μαζί μου.