United States or Tunisia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κ' ενώ κείνοι γευμάτιζαντο δώμα καθισμένοι, 'ς την πόλιν όλην γρήγορα μηνύτρα βγήκε η φήμη κ' έλεγε, θάνατος φρικτός πως ηύρε τους μνηστήραις. κ' έρχονταν όλοι ως τ' άκουσαν, ένας κατόπι τ' άλλου, 415 με πολλούς θρήνους έμπροσθετο δώμα του Οδυσσέα. τους νεκρούς βγάζαν κ' έθαπτε καθείς τον ιδικόν του· και αυτούς, οπ' ήσαν απ' αλλού, τους θέσαν εις τα πλοία, κ' οι ναύταιςτην πατρίδα του καθέναν επεράσαν. κατόπι προς την αγοράν περίλυποι εβαδίζαν· 420 και, άμ' όλοι αυτού συνάχθηκαν και ομού συναθροισθήκαν, ο Ευπείθης εις το μέσο τους σηκώθη να ομιλήση· πόνος τον έσφαζε δριμύς του τέκνου του Αντινόου, 'που πρώτον εθανάτωσεν ο θείος Οδυσσέας· γι' αυτόν τότε δακρύζοντας ωμίλησέ τους κ' είπε· 425 «Μέγα κακό των Αχαιών εργάσθη, ω φίλοι, εκείνος· πολλούς και ανδρείους άλλοτε μες τα καράβια πήρε, και τα καράβι' αφάνισε και αφάνισε και κείνους· και τώρ' άμ' ήλθε φόνευσε τους πρώτους Κεφαλλήναις· ελάτε τώρ' ας τρέξουμε πριν φύγη αυτόςτην Πύλο, 430 ή 'ς την αγίαν Ήλιδα των Επειών την χώρα. ας πάμε, ειδέ μή θα 'χουμεν αιωνίαν καταισχύνη· ότι θα μας καταρασθούν κ' οι απόγονοι, αν ακούσουν 'που των παιδιών μας τους φονείς και των αυταδελφών μας εμείς δεν τιμωρήσαμεν· για με χάρι δεν έχει 435 όμοια ζωή· και προτιμώ να ευρώ τους πεθαμένους. πηγαίνουμε, μητην στερηά να βγουν προφθάσουν κείνοι».

Αυτά 'πε και όμως την θεάν αυτός είχε γνωρίσει• 420 κ' εκείνοι πάλιτον χορό, καιτο γλυκό τραγούδι γύρισαν, κ' εξεφάντοναν το εσπέρας ως να φθάση• και ακόμη ως εξεφάντοναν τους εύρηκε το εσπέρας. τότε καθείςτα σπίτια τους επήγαν να πλαγιάσουν. ως και ο Τηλέμαχος εκεί, 'που ο θάλαμος του εκτίσθη, 425 εις ανοικτό της εύμορφης αυλής κ' υψηλό μέρος, 'ς την κλίνη ανέβηκε, πολλάτον νου του ανακινώντας. τον ακολούθα κ' έφερνε λαμπάδαις αναμμέναις, η θυγατέρα η χρήσιμη του Ώπα Πεισηνορίδη, Ευρύκλεια, 'που 'χεν άλλοτε ο Λαέρτης κορασίδα 430 την αποκτήσει μ' είκοσιν από εδικά του βώδια, κ' ίσια με την χρήσιμη συμβία την ετίμα, ουδέ ποτέ την φίλησε, μη παροργίση εκείνην. αυτή σιμά του έφερνε το φως, και τον αγάπα από ταις δούλαις έξοχα, κ' είχε τον θρέψει βρέφος. 435 του τεχνικού θαλάμου του άνοιξε αυτός ταις θύραις, 'ς την κλίνη εκάθισ', έβγαλε τον μαλακό χιτώνα, κ' έβαλ' αυτόντης φρόνιμης γερόντισσας τα χέρια• και αφού τον δίπλωσ' εύμορφα τον κρέμασεν η γραίατο ξυλοκάρφι, εκεί σιμάτην τορνευμένη κλίνη. 440 κ' εβγήκε από τον θάλαμο, με τ' αργυρό κουλούρι την θύρα έσυρε κ' έδεσε με το λουρί τον σύρτη. κ' εκείνος μέσ' ολονυκτής εις τ' άνθος του προβάτου τον δρόμο, 'που του εδίδαξεν η Αθήνη, είχετον νου του.

Αφορμή ας μη το κεντάει, 415 Τρέχει, ρίχνεται, πηδάει· Κι' αν δεν έχει τι να κάμη Κολυμπάει μες το ποτάμι. Κι' όποτε δεν είναι χρεία, Τότε πρόφασι κι' αιτία 420 Βρίσκει ευτύς στη θέλησί του Ν' αναπάψη το κορμί του. Στη συχνή τρυφήν εκείνη, Στην πολλή του γεροσύνη, Αρχινάει ν' αποσταίνη, 425 Κάθε τι να το χορταίνη.

Σταθείτε, ορέ, με θάρρος, τι εγώ σ' αφτόν θα βγω μπροστά τον άντρα, για να μάθω πιος είναι αφτός που μας νικάει κι' έκανε τόσο θρήνος, γιατί πολλών παλικαριών έφαγε εδώ το μάτι425 Είπε, και χάμου πήδηξε με τ' άρματα απ' τ' αμάξι, πήδηξε κι' όξω ο Πάτροκλος άμα αντικρύ τον είδε.

Έτσι έλεγαν, και πύρωνε την τόλμη ο ένας τ' άλλου και δώσ' του χτύπους, κι' έφτανε ο σιδερένιος κρότος ως στον χαλκόστρωτο ουρανό μέσα απ' τον άδιο αιθέρα. 425

Το χέρι της με σέβας εκεί της πιάνει, και της λέει διο αγαπημένα λόγια. «Τί, Θέτη ακριβοθώρητη, σε φέρνει στο πυργί μας, θεά μου σεβαστή; Τι δα συχνά δε μας θυμάσαι. 425 Μίλα τι ορίζεις· θα γενεί — σ' το τάζωότι διατάξεις, αν είναι μπορετή η δουλιά κι' αν μου περνά απ' το χέρι

Όρμησαν άγρια σκούζοντας οι Δαναοί μ' ολπίδα ναν τον τραβήξουν, κι' έρηχναν συχνά πυκνά κοντάρια· όμως δεν μπόρεσε κανείς με σπάθα ή με κοντάρι ναν τον βαρέσει, τι μπροστά πριν στάθηκαν οι πρώτοι των Τρώων όλοι, Αγήνορας Αινείας Πολυδάμας, 425 κι' οι στρατηγοί των Λυκιωτών, ο Σαρπηδός κι' ο Γλάφκος.

Και πήρε τότε ένα σκαμνί η χρυσωπή Αφροδίτη και πήγε και τ' απίθωσε καταντικρύ του Πάρη. 425 Εκεί τότε έκατσε η Λενιό, του Δία η θυγατέρα, με μάτια προς τη γης σκυφτά, και τάψαλε τ' αντρός της «Ξανάρθες απ' τον πόλεμο... που έτσι να σ' είχε σφάξει ατον πόλεμο ο παλικαράς π' άντρα μου εγώ τον είχα!

Τότες τ' Ατριά φοβήθηκε ο γιος και του φωνάζει 425 «Βρε αδέρφι, απρόσεχτα τραβάς, μον κράτα τ' άλογά σου! Στενός ο δρόμος... με περνάς, πιο στ' ανοιχτά σα βγούμε... Κράτα, μην πάθουμε κι' οι διο, σου λέω, αν με χτυπήσεις

Έπεσ' ευτύς τ' ανάσκελα εκείνος λαβομένος, 425 Στον κουρνιαχτό ο ταλαίπωρος αιματοκυλημένος. Αλλά δε χάνει τη ζωή· για τότες δεν πεθνήσκει· Στους πρώτους πάλι βρίσκεται· στον τόπον απομνήσκει. Μ' αντριά μεγάλη δεύτερα, ο Τρυποφράχτης δίνει Μες του Βαλτίσιου την καρδιά του χάρου την οδύνη. 430 Τα ίσια σαν του τράβησεαστήθια τον καρφόνει· Νεκρό κουφάρι ακίνητο και κρύο τον ξαπλόνει.