United States or Tajikistan ? Vote for the TOP Country of the Week !
« Μπαίνω 'ς το χάνι, Κλείσαμε » Ταις θύραις με λιθάρια. » Είμασθ' εκατόν είκοσι. » — Παιδιά!, τους λέγω, πέρα » Κυτάτε, Τούρκοι έρχονται » Πολλοί, αυτή τη 'μέρα «'Στο χώμα θα τους στρώσωμε » Νεκρ' άψυχα κουφάρια! »
Αχρείος τώρ' αληθινά 'π' άλλον αχρείον σέρνει! όμοιον με όμοιον ο θεός πώς πάντοτε ανταμόνει! πού φέρνεις τούτον, άθλιε χοιροβοσκέ, τον χάφτη, ζητιάνον ανυπόφορον, του τραπεζιού κατάραν, 220 'που εις πολλαίς θύραις στέκοντας ταις πλάταις του θα τρίβη, όχι σπαθιά και λέβηταις, αλλά χαψιαίς, ζητώντας; δος τον εμένα, φύλακας της στάνης μου να γείνη, να μου σαρόνη το μανδρί, χλωρά κλαδιά να φέρνη 'ς τα ερίφια• και ορό πίνοντας χοντρά μεριά θα κάμη. 225 πλην τώρ' αυτός κακόμαθε, να εργάζεται δεν θέλει, αλλά του αρέγει ελεεινά να σέρνεται 'ς την πόλι, να βόσκη με την διακονιά την λαίμαργη κοιλία. αλλά θα σ' είπω καθαρά και ό,τι θα ειπώ θα γείνη.
Με κλάυματα η Πεντάμορφη 'ςταίς θύραις κατεβαίνει: — Για εσέ, λεβέντη ωμορφοννιέ, λεβέντη καββαλάρη, Που μέσ' 'ς τα τόσα αίματα τόσα κορμιά έχεις θάψει, Και σήμερα μ' εγλύτωσες από σκλαβιά μεγάλη, Για εσένα ανοίγω σήμερα το κάστρο μου να ανέβης. Πες μου, τι θέλεις, τι καλό μεγάλο να σου κάμω.
Β’ ΜΑΓΙΣΣΑ Το δάκτυλο με τρώγει· κάποιος έρχεται. Ανοίξετε, ω θύραις, όποιος κι' αν κτυπά! ΜΑΚΒΕΘ Εσείς, μεσονυκτιάτικαις, κρυφαίς και μαύραις στρίγλαις, τι πολεμάτε; ΑΙ ΤΡΕΙΣ ΟΜΟΥ Όνομα το έργον μας δεν έχει! ΜΑΚΒΕΘ Σας εξορκίζω, μα αυτήν την μυστικήν σας τέχνην, απ' όπου κι' αν σας έρχεται, να με αποκριθήτε!
Και άμ' έφθασε 'ς τον θάλαμον η θαυμαστή γυναίκα, και ανέβηκε το δρύινο κατώφλι, οπού με τέχνη ο ξυλουργός καλόξυσε και το 'σιασε 'ς την στάφνη, και παραστάταις άρμοσε και θύραις οπ' έλαμπαν, 45 απ' το λουρί δεν άργησε να λύση την κορώνη, έμπασε μέσα το κλειδί και αντίκρ' ηύρε τους σύρταις, τους άμπωσε, και ως βόσκοντας εις το λειβάδι ταύρος βογγά, ομοίως τα λαμπρά θυρόφυλλα, σπρωγμένα από την κλείδα, εβόγγησαν κ' εμπρός της ανοιχθήκαν. 50 και ανέβηκε 'ς την υψηλή σανίδ', οπ' ήσαν όλα τ' αρμάρια με τα ενδύματα τα μοσχοβολισμένα. κείθ' άπλωσε και απ' το καρφί ξεκρέμασε το τόξο, με το θηκάρι, οπού λαμπρό το περιλάμβαν' όλο. εκάθισε, 'ς τα γόνατα το επήρε η μαραμμένη, 55 και κλαίοντας έξ' έβγαλε το τόξο του κυρίου. και αφού 'ς τον πολυδάκρυτον θρήνον εκείνη ευφράνθη, πορεύθηκε 'ς το μέγαρο προς τους λαμπρούς μνηστήραις, ενώ τ' οπισθοτέντωτο τόξο 'ς το χέρι εκράτει και την φαρέτρα με πολλά στεναγμοφόρα βέλη. 60 σιμά της η θεράπαιναις φέραν καλάθι, οπ' είχε χαλκόν και σίδερο πολύ, τα όπλα του κυρίου. και ότ' έφθασεν η ασύγκριτη γυναίκα 'ς τους μνηστήραις, 'ς της στερεοκάμωτης σκεπής σιμά 'ς τον στύλο εστάθη, 'ς την όψι αντισηκόνοντας τα μαλακά μαντίλια, 65 και εδώθε της θεράπαινα εστήθη και άλλη εκείθε. και προς αυτούς ωμίλησε· «Μνηστήρες ανδρειωμένοι, δότε μου τώρ' ακρόασι, σεις, 'που 'ς το δώμα τούτο επέσετε, να τρώγετε, να πίνετ', ενώ λείπει απ' την πατρίδ' ο άνδρας μου και τόσο αργεί 'ς τα ξένα. 70 και άλλην να εφεύρη πρόφασιν δεν εδυνήθη ο νους σας παρ' ότι εμέ να πάρετε γυναίκα επιποθείτε. αλλά, μνηστήρες, έρχεσθε· και ιδού, σας δείχνω αγώνα· το μέγα τόξο θέτω εγώ, του θείου Οδυσσέα. και αυτόν, οπ' ευκολώτερα τανύση την χορδή του 75 και αξίναις όλαις δώδεκα περάση με το βέλος, θ' ακολουθήσω, αφήνοντας το δώμα τούτ', οπ' ήλθα νεόνυμφη, πανεύμορφο και θησαυρούς γεμάτο, οπού και μέσα 'ς τ' όνειρο συχνά θα το θυμώμαι».
Λέξη Της Ημέρας