Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 12 Μαΐου 2025
Μόλις ησθάνθη το σείσιμον, εγύρισε να στραφή από το άλλο πλευρόν, κ' εμορμύρισε με θρηνώδη φωνήν: — Τι με πικραίνεις, Κατερίνα. Κατερινάκι μου;... Γονάτισα, μοιρολόησα απάνω στον τάφο σου, σα γυναίκα.... σου είπα τόσα λυπητερά τραγούδια. Ενθυμείτο την μακαρίτισσα την γυναίκα του, όπου την είχε θάψει προ επτά ετών και ακόμη δεν είχε παρηγορηθή διά την στέρησίν της.
Την εφαντάζετο τότε την σεμνήν γραίαν κατά τας ευτυχείς εκείνας στιγμάς οπού του έλεγε τα τρυφερά δίστιχα, από τα οποία είχεν εις την μνήμην της ολόκληρον θησαυρόν, αλλά τον οποίον τώρα είχε θάψει τόσον βαθειά η πένθιμος νόσος. Την εφαντάζετο ανασκουμπωμένην και ολόχαρον, κατασκευάζουσαν εκείναις της ωραίαις λαχανόπητταις, οπού ήσαν γεμάταις με χαράν παρά με καυκαλίθραις.
Η γριά όμως, σκρυμπιασμένη από τα χρόνια, καμένη από το Χάρο, γιατί είχε θάψει τόσους και μαζή με τους πολλούς και τη μονάκριβή της νύφη — τη μάνα της Μαριανθούλας, — φαρμακωμένη από την ξενιτειά του μοναχογυιού της, που τον πρόσμενε, μέρα με την μέρα, έλεγε στην άταχτη και ζωηρή Μαριανθούλα με ξαστενεμένη φωνή: Μη, Μαριανθούλα μου, κάνη'ς ζούρλιες και δεν έρχεται ο πατέρας σου από την Ξενιτειά!
Δώδεκα εγώ, είπε, γέννησα, μα διο η Λητό μονάχα· μα αφτοί, και διο όντας, σκότωσαν τα δώδεκά της όλα. Μέρες στο αίμα κοίτουνταν εννιά, και ναν τους θάψει 610 δεν είχε μείνει πια κανείς, γιατί ο μεγάλος Δίας έκανε πέτρες το λαό· μα εκεί στις δέκα μέρες τους θάβουν τ' ουρανού οι θεοί.
— Τι! έχει δίκηο το κορίτσι, παπά· ανέκραξεν η θειά το Μαθηνώ, ήτις ενθυμήθη τότε τα «πεθαμμένα της», τέσσαρα παιδιά και τον άνδρα της, οπού είχε θάψει, μείνασα με δύο θυγατέρας υπάνδρους, τας οποίας είχε στήριγμα ακόμη εις τον κόσμο· έχει δίκηο το κορίτσι.
Ο Αγαθούλης αρνήθηκε· οι θρησκόληπτες τον βεβαιούσαμε, πως ήτανε καινούργια μόδα· ο Αγαθούλης απάντησε, πως δεν ήτανε καθόλου άνθρωπος της μόδας. Ο Μαρτίνος θέλησε να πετάξει απ' το παράθυρο αυτόν τον κύριο. Ο παπάς ορκιζότανε πως δε θα θάψει τον Αγαθούλη· ο Μαρτίνος ορκιζότανε, πως θα θάψη τον παπά, αν εξακολουθούσε να τους ζαλίζη.
Με κλάυματα η Πεντάμορφη 'ςταίς θύραις κατεβαίνει: — Για εσέ, λεβέντη ωμορφοννιέ, λεβέντη καββαλάρη, Που μέσ' 'ς τα τόσα αίματα τόσα κορμιά έχεις θάψει, Και σήμερα μ' εγλύτωσες από σκλαβιά μεγάλη, Για εσένα ανοίγω σήμερα το κάστρο μου να ανέβης. Πες μου, τι θέλεις, τι καλό μεγάλο να σου κάμω.
Μόν στην τόση του εισοδιά Βολετό και σαν παιδιά Να μην ευχαριστηθήτε, Και σε χρείαις να βρεθήτε· Να το ξέρετε λοιπόν, Πως εγώ με το σκοπόν, Μη καμμιά φορά ξεπέστε, Και σε φτώχια τυραγνιέστε, Όλα μου τα μετρητά, Σε δυο κλήματα κοντά, Μες τ' αμπέλι τα 'χω θάψει Προς τη φράχτη που είχα κάψει.. Θέλει ο Γέροντας να ειπή· Η φωνή του είχε κοπή, Δεν μπορεί ν' ακολουθήση, Μήτε λόγο να μιλήση.
Μον στην τόση του εισοδιά 595 Βολετό και σαν παιδιά Να μην ευχαριστηθήτε, Και σε χρείαις να βρεθήτε· Να το ξέρετε λοιπόν, Πως εγώ με το σκοπόν, 600 Μη καμμιά φορά ξεπέστε, Και σε φτώχια τυραγνιέστε, Όλα μου τα μετρητά, Σε διο κλήματα κοντά, Μες τ' αμπέλι τα 'χω θάψει 605 Προς τη φράχτη, που είχα κάψει....
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν