United States or Ecuador ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κατόπιν ο μικρός γέρων ήρχισε να διηγήται παραμύθια χειμερινά, και ν' απαγγέλλη αισθηματικά δίστιχα. Αι δύο κόραι, με το πλέξιμόν τους εις το στέρνον, τον ήκουον με το έν αυτί κ' εγέλων χωρίς όρεξιν. Ο Σταμάτης έψαλλε και τραγούδια ανάμεσα, διά να τας κάμη να διασκεδάσουν και αποσπάση τον νουν των από την τυραννούσαν σκέψιν.

Την εφαντάζετο τότε την σεμνήν γραίαν κατά τας ευτυχείς εκείνας στιγμάς οπού του έλεγε τα τρυφερά δίστιχα, από τα οποία είχεν εις την μνήμην της ολόκληρον θησαυρόν, αλλά τον οποίον τώρα είχε θάψει τόσον βαθειά η πένθιμος νόσος. Την εφαντάζετο ανασκουμπωμένην και ολόχαρον, κατασκευάζουσαν εκείναις της ωραίαις λαχανόπητταις, οπού ήσαν γεμάταις με χαράν παρά με καυκαλίθραις.

Ουχ' ήττον ακροωμένη τας πνοάς του απαύστως βοΐζοντος βορρά, συχνάκις επανελάμβανεν: — Ούτε πουλί πετάμενο! . . . Ελησμόνησε και τα προσφιλή της δίστιχα και τα άφινεν ημιτελή. Και πάλιν διελογίζετο παρά την εστίαν καθημένη: — Τίποτε παράξενο, παιδί μου, να τον κοντραστάρισαν τον Αναποδιασμένον και να πήγαν όλοι σύψυχοι!

Την επαύριον διωργάνωσε μικρόν κώμον ανά την υψηλήν συνοικίαν της Αναγκιάς, όπου αυτοσχεδίασε ολίγα δίστιχα, και τα έμαθεν εις τους συγκωμαστάς του να τα τραγωδήσουν υπό τα παράθυρα της Λ... Από το Κάστρο ως τη Βλαχιά στης Αναγκιάς το τόπι δεν είνε χώρες και χωριά, όρη, βουνά και τόποι. Για σε πονεί η καρδούλα μου, και στο Μισήρι μη διαβής, κι' ο νους σ' εδώ να μένη, ψυχή λησμονημένη.

Και ήκουεν ο γέρων και διηγούντο αι θυγατέρες κ' ενίοτε ετραγώδουν από τα σπάνια εκείνα και τρυφερά δίστιχα, τα οποία όλαι αι νεάνιδες του χωρίου εζήλευον εις τους γάμους. Και δεν υπήρξε πενθερά ήτις δεν κατέφυγε προς τας τέσσαρας της Γερακούλας θυγατέρας να της είπουν δίστιχα, διά να τραγουδήση την νύμφην της η μία, τον γαμβρόν της η άλλη.

Εκ τούτων οι μεν επίσημοι ξένοι ήσαν ευτυχώς διαβατικά και κάπως μαδημένα υπό της ηλικίας πτηνά, της δε αυτόχθονος νεολαίας αι αισθηματικαί φράσεις είχαν μεγάλην ομοιότητα με τα ερωτικά δίστιχα, εις τα οποία τυλίγουν οι ζαχαροπλάσται τας καραμέλας.

Τα Χριστούγεννα την νύκτα, αν και κακιωμένος ο Στεφανάκης, επήρε τα βιολιά τα μεσάνυκτα και απέρασεν από τον φούρνον, τραγουδών ερωτικώτατα και περιπαθέστατα διστιχα, γεμάτα μελαγχολίαν και αγάπην. — Σ' αγαπάει, καϋμένη!

Εκτύπα τον εχθρόν κ' εξεστόμιζε πότε φοβεράς βλασφημίας και χονδράς ύβρεις, χειροτέρας από της γιαταγανιές του, πότε εσύριζε διατόρως ως δήθεν εις κοπάδι δειλών προβάτων και πότε ετραγωδούσε ερωτικά δίστιχα: Τ' έχουνε τα ματάκια σου π' όταν με βλέπουν κλαίνε Κι' αν έχουνε παράπονο γιατί δε μου το λένε. . . Αίφνης εστάθη ακροώμενος.

Εις το μεταξύ τα δίστιχα διεσταυρούντο ως βέλη με τον γοργόν του χορού ρυθμόν· και άλλοτε μεν απετέλουν ερωτικόν ή πειρακτικόν διάλογον, άλλοτε τα ήρχιζεν ο ηγούμενος του χορού ή άλλος εκ των χορευτών και των έξω του χορού ευρισκομένων και τα επανελάμβανεν ολόκληρος ο χορός. Τα διαμειβόμενα δε πειρακτικά δίστιχα ήσαν κατά το πλείστον αυτοσχέδια.

Αλλ' όταν επαναληφθέντος του πηδηκτού, είδε τον Τερερέν ιστάμενον παρά την εστίαν και απαντώντα εις τα δίστιχα του νέου όστις εχόρευεν εις τον «κάβον», ενόμισεν ότι έπρεπε να χορεύση διά να εξουδετερώση την επίδειξιν του εχθρού δι' άλλης επιδείξεως. Αυτός δεν ήξευρε να τραγουδή, αλλά και ο Τερερές δεν ήξευρε να χορεύη.