United States or Lithuania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ήρθε κι ο δάσκαλος, κ' έπιασε το στασίδι του δεξιού του ψάλτη. Κι ο δεξής ο ψάλτης, που έψαλλε μοναχός του τις Κεριακές, πήγε τώρα από ταριστερά. ' άρχισε ο αξημέρωτος ο «όρθρος». Τα τροπάρια περνούσαν από το δεξί παγκάρι στ' αριστερό, και σαν τέλειωναν, τα ξανάρχιζαν πάλι, να μαζευτή όλος ο κόσμος. Καλά τάψαλναν, και χαιρούσουνα να τακούς. Το τι όμως έλεγαν, αυτό δεν είτανε κανενός δουλειά.

Και ενώ κατόπιν ο δεξιός μοναχός έψαλλε την Καταβασίαν «Μυστήριον ξένον», προχωρεί σιγά-σιγά ο κυρ-Δημάκης προς αυτόν κ' ερωτά: — Το πρωί θα έλθη η βάρκα, ή το βράδυ; Ο μοναχός, προσηλωμένος εις το θείον μέλος, δεν ήκουσε. Τότε ο κυρ- Δημάκης, με την χλαίναν του και τα βαρέα καλογηρικά υποδήματα, μεταβαίνει προς τον αριστερόν ψάλτην, κ' επαναλαμβάνει την αυτήν κλαυθμηράν ερώτησιν.

Και ο ιερεύς, λαβών καιρόν, εφόρεσεν όλην την ιερατικήν του στολήν, και ο υιός του, ο συλλειτουργός έψαλλε τον κανόνα.

Και όμως, μεθ' όλην την ιδιορρυθμίαν ταύτην, ουδείς ποτε έψαλλε ιερόν άσμα μετά πλείονος χριστιανικού αισθήματος και ενθουσιασμού, εξαιρουμένου ίσως του γνωστού εν Αθήναις γηραιού και σεβασμίου Κρητός, του ψάλλοντος το &Άλαλα τα χείλη των ασεβών& με την εξής προσθήκην: «Άλαλα τα χείλη των ασεβών των μη προσκυνούντων, &οι κερατάδες&! την εικόνα σου την σεπτήν....» Αληθείς ορθόδοξοι Έλληνες!

Έψαλλε θρηνητικώτατα τώρα ο εφημέριος, κάμνων ακόμη και τας συνήθεις εις το τέλος της παρακλήσεως γονυκλισίας. Αι γυναίκες τον εμιμήθησαν. — Παναΐτσα μου! Λημνιά μου! Εδέετο η Βγένα η καπετάνισσα και εκραύγαζεν: — Η βρατσέρα μου! αυτή είναι . . . . Αυτή είναι. Και ατενίζουσα ολονέν προς τον λιμένα, εις μίαν αίφνης αναλάμψασαν αστραπήν ανεφώνησεν: — Ο καπετάν Βγενιός!

Αλλ' ήτο άσμα, ήτο ομιλία, ήτο συμφωνία, την οποίαν έψαλλε Χορός άλλων Πνευμάτων της Φύσεως, Πνευμάτων αγαθών, Πνευμάτων που είναι γεμάτα αγάπην. Ήσαν αι κόραι των Ακτίνων του Ηλίου, αι οποίαι κάθε εσπέραν λημεριάζουν σαν στεφάνη γύρω γύρω εις την κορυφήν του βουνού.

Ουδείς εγνώριζε να ψάλη τόσον κανονικά και τόσον κατανυκτικά το «Μετά των αγίων ανάπαυσονΟυδείς όσον αυτός, συνεκίνει τους χριστιανούς, όταν έψαλλε το «θρηνώ και οδύρομαι». Έκλαιεν όλος, από κεφαλής μέχρι ποδών. Πρώτον άρχιζε να κλαίη η φωνή του, με ένα τρόμον ιδιαίτερον, σαν φυσικόν· φωνή στερεά και ακλόνητος άλλως. Κατόπιν εγέμιζαν δάκρυα τα δύο μεγάλα ως κάστανα μάτια του.

Συνήθιζε δε να λέγη: «Εγώ αν εκάτεχα γράμματα ... », όπως περίπου θα έλεγεν ο Μποναπάρτης: «Εγώ αν ενικούσα στο Βατερλώ! ... » Έψαλλε δε και ενώ έκτιζε και ο εύθυμος Καρπάθιος έλεγεν ενίοτε ιδιαιτέρως προς τον Μανώλην όταν τον επαραζάλιζεν η ψαλμωδία: — Άιντε μωρέ, κιάν δεν τρελλαθούμε, σίγουρα θ' αγιάσωμε.

Επάνω εις τον βράχον ήτο κτισμένον το παρεκκλήσιον μαστιζόμενον από θυέλλας και λαίλαπας, λικνιζόμενον από το αειτάραχον και πολύροιβδον κύμα, ναναριζόμενον από τα άσματα τα οποία ο άνεμος έψαλλε δι' αυτό εις τους σκληρούς βράχους και εις τα ηχώδη άντρα.

Ο Φραγκούλας ήτο τόσον ευδιάθετος εκείνην την εσπέραν, ώστε από του «Ελέησόν με ο Θεός», της αρχής του Αποδείπνου, μέχρι του «Είη το όνομα», εις το τέλος της λειτουργίαςόπου η παννυχίς διήρκεσεν οκτώ ώρας άνευ διαλείμματοςόλα τα έψαλλε και τα απήγγειλε μόνος του, από του δεξιού χορού, μόλις επιτρέπων εις τον κυρ-Δημητρόν τον κάτοχον του αριστερού χορού να λέγη κι' αυτός από κανένα τροπαράκι, διά να ξενυστάξη.