United States or Cameroon ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκεί δε οπού τόσην ώραν αναιβοκατέβαιναν τα δύο διάβροχα ιστία, μόνον τα μεγάλα και φουσκωμένα κύματα εσάλευαν πλέον, ωθούμενα προς τα έξω και συγκλονίζοντα την Βγέναν την καπετάνισσαν ως οικτρόν ναυάγιον να την ρίψουσι, θαρρείς, προς τους βράχους. — Θα τρέξω κάτω, παπά μου! Είπεν έκφρων η Βγένα η καπετάνισσα.

Και αληθώς έκαμε κίνησιν βιαίαν τώρα να σπεύση εις τον λιμένα, αλλ' από την ευλάβειάν της ανεκόπη πάλιν να τελειώση η παράκλησις, ήτις πράγματι ετελείωνε πλέον, ότε και η κυρά Βγένα σαν αστραπή έγεινεν άφαντος. — Κουράγιο, καπετάν Βγενιέ! ενεθάρρυνε πάλιν ο καπετάν Μήτρος.

Νταν! Νταν! Νταν! Η Βγένα η καπετάνισσα ήτο οπού εσήμαινε με τόσην λαχτάρα την καμπανίτσα της Παναγίας της Λημνιάς, του καπετάν Βγενιού η σύζυγος, μια υψηλή και εύσωμος ανδρογυναίκα.

Εγερθείσα εν τω άμα εστάθη προς στιγμήν ακίνητος με τα μεγάλα μάτια της η Βγένα, η καπετάνισσα, υψηλή και εύσωμος γυνή, ατενώς προβλέπουσα τα μεγάλα της Παναγίας της Λημνιάς μάτια, τα οποία ήσαν τα μόνα ακίνητα τόσην ώραν εκεί οπού όλα εκινούντο φρίσσοντα υπό τας τρομώδεις του ανέμου πνοάς. Εστάθη ακίνητος με τα ακίνητα μάτια της, σαν να ωμίλει με τ' ακίνητα της εικόνος μάτια.

Εφάνη μετ' ολίγον ο γέρων ιερεύς, ο Παπα-Λάμπρος ερχόμενος, κοντός και πολιός, με τ' ασπροκίτρινα ως από λινάρι γένεια, κινδυνεύων ν' αναρπαγή ως αερόστατον υπό του ανέμου όστις είχεν ανασηκώσει τα ράσσα του προς την κεφαλήν του: — Έλα, παπά μου! εφώνησεν αμέσως η Βγένα η καπετάνισσα αφήσασα το σχοινίον με δύναμιν προς τα κάτω ώστε ήχησε πάλιν μονάχη της η καμπανίτσα: Νταν! Νταν!

Παναγία μου! ανεφώνησεν η Βγένα η καπετάνισσα, ήτις είχε στυλωθή παρά την θυρίδα και ήκουε καθαρά πλέον. — Ο καπετάν Βγενιός, παπά μου, η βρατσέρα μας επάνω εις τον μώλον του Σχοινά! Να, τα πανάκια της! Να, το φαναράκι της αναμμένο! Παναγιά μου Λημνιά μου! Και ετέντωσε καλώς τα μάτια της η δεομένη, προσπαθούσα κάτι άλλο ακόμη να διακρίνη.

Και η Βγένα η καπετάνισσα, υψηλή ως ήτο, το κατεβίβασεν ευκόλως με την χειρ της, και ήρχισε να σημαίνη εντρόμως και παλμικώς, σύμφωνα με τους τρομώδεις παλμούς της ταραχθείσης εκ του φόβου καρδίας της. Και συνάμα εψιθύριζε παραπονουμένη: — Του είπα του βλοημένου. Κάτσε καπετάν Βγενιέ. Δεν μ' αρέσει ο καιρός. Θα ποδίσης και θα υποφέρης. Κάτσε. Ο βλοημένος δεν μ' άκουσε.

Η Βγένα, του καπετάν Βγενιού η σύζυγος, ήτο γνωστή διά την ευλάβειάν της εις όλον το χωρίον. Το μεγάλο ασημένιο στεφάνι της Παναγίας της Λημνιάς αυτή το είχεν αφιερώσει. Μίαν ολομέταξον ποδιάν άσπρην από βροχόν με λωράκια γαλάζια, διά το αναλόγιον της Παναγίας, αυτή την είχεν υφάνει. Ήτο η Παναγία η Λημνιά, η προστάτις της Βγένας και του χωρίου όλου.

Έψαλλε θρηνητικώτατα τώρα ο εφημέριος, κάμνων ακόμη και τας συνήθεις εις το τέλος της παρακλήσεως γονυκλισίας. Αι γυναίκες τον εμιμήθησαν. — Παναΐτσα μου! Λημνιά μου! Εδέετο η Βγένα η καπετάνισσα και εκραύγαζεν: — Η βρατσέρα μου! αυτή είναι . . . . Αυτή είναι. Και ατενίζουσα ολονέν προς τον λιμένα, εις μίαν αίφνης αναλάμψασαν αστραπήν ανεφώνησεν: — Ο καπετάν Βγενιός!