United States or Syria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Λέγουσιν όλοι εγκαινιάζοντες το άγνωστον παρεκκλήσιον επ' ονόματι του θαλασσινού των αγίου. Μικρά βρατσέρα πλέει παρά την ακτήν φοβισμένη, μετά τον σάλον ξετρυπώσασα.

Αν δεν έπλεε καμμία βρατσέρα ή καμμία γολετίτσα την νύκτα εκείνην εις το πέλαγος, ολίγον ανοικτά από την ακτήν, η οποία θα έτυχε να έχη ορνιθώνα εις το κατάστρωμά της, το λάλημα πιθανόν να ήρχετο από το Καλύβι μιας ποιμενίδος, της Κοκκινίτσας λεγομένης, το οποίον δεν απείχε πολύ, ευρισκόμενον επάνω εις την ράχιν του βουνού, και αντικρύζον με το Έρημον Χωρίον.

Και ιδού όπισθεν του Μπουρτζίου, εις τον δεύτερον λιμένα, όστις δεν προσεβάλλετο υπό του σιρόκου, προέβαινεν ανασουσουρωμένη ως όρνις μετά την αλεκτορομαχίαν η βρατσέρα του καπετάν Βγενιού, ήτις προβάσα ακόμη ολίγον εις μέρος υπήνεμον, ηγκυροβόλησε με τας δύο αγκυρίτσας της. Ο κρότος της αγκυροβολήσεως έφθασεν επάνω γλυκύς και ιλαρός ως μολπή ευφρόσυνος της σωτηρίας.

Έψαλλε θρηνητικώτατα τώρα ο εφημέριος, κάμνων ακόμη και τας συνήθεις εις το τέλος της παρακλήσεως γονυκλισίας. Αι γυναίκες τον εμιμήθησαν. — Παναΐτσα μου! Λημνιά μου! Εδέετο η Βγένα η καπετάνισσα και εκραύγαζεν: — Η βρατσέρα μου! αυτή είναι . . . . Αυτή είναι. Και ατενίζουσα ολονέν προς τον λιμένα, εις μίαν αίφνης αναλάμψασαν αστραπήν ανεφώνησεν: — Ο καπετάν Βγενιός!

Τα δύο παιδία «τα αδιαφόρετα», ο Γεώργης και ο Βασίλης, επνίγησαν βυθισθείσης της βρατσέρας των τον χειμώνα του έτους 186 . . . Η βρατσέρα εκείνη απωλέσθη αύτανδρος, — τι φρίκη! τι καϋμός! Τέτοια τρομάρα καμμιάς καλής χριστιανής να μην της μέλλη. Ο τρίτος ο γυιός της, ο σουρτούκης, το χαμένο κορμί, εξενιτεύθη και ευρίσκετο, έλεγαν, εις την Αμερικήν. Πέτρα έρριξε πίσω του.

Παναγία μου! ανεφώνησεν η Βγένα η καπετάνισσα, ήτις είχε στυλωθή παρά την θυρίδα και ήκουε καθαρά πλέον. — Ο καπετάν Βγενιός, παπά μου, η βρατσέρα μας επάνω εις τον μώλον του Σχοινά! Να, τα πανάκια της! Να, το φαναράκι της αναμμένο! Παναγιά μου Λημνιά μου! Και ετέντωσε καλώς τα μάτια της η δεομένη, προσπαθούσα κάτι άλλο ακόμη να διακρίνη.

Η χήρα η Μισιργούδα είχε μια βρατσέρα κληρονομιά του μακαρίτη οπού είχε το πρωί αποπλεύσει διά την Κύμην και έσπευσε έντρομος, με λαδάκι: — Παναγίατο Πέλαγο! Παναγίατο Πέλαγο!

Είς το ναυπηγείον μία μόνον βρατσέρα και δύο βάρκαι μικραί υπήρχαν σκαρωμέναι.

Αλλά δεν εύρον σώμα, ούτε ανθρώπου, ούτε λέμβου. Δύο ή τρεις ημέρας ύστερον, όταν έγεινε γαλήνη, μία βρατσέρα ξένη, εύρε κωπίον επιπλέον εις το κύμα, προς το μέρος το αντίθετον του πελάγους. Και άλλος πάλιν αλιεύς εύρεν αλιευτικά σύνεργα, τα οποία είχον εξοκείλει εις την άμμον.

Την στιγμήν εκείνην ελαφρά και ηπίως, ως κρουσθείς άργυρος, έτριξεν η Παναγία η Λημνιά με όλα τα ασημικά της χαρίσματα. Μίαν λάμψιν εφάνη ότι άφησαν τα μεγάλα τα μάτια της τα αμυγδαλωτά, λάμψιν συγχυσθείσαν με την επαναληφθείσαν αστραπήν, και η βρατσέρα η κινδυνεύουσα εχάθη με τα δύο πανάκια της πίσω από τον πέτρινον όγκον του Μπουρτζίου.