United States or Chile ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το πιστικούδι πήγαινε μπροστά, κρατώντας στο δεξί του χέρι μια μεγάλη δαύλα αναμμένη και την έσερνε πέρα δώθε για να φέγγη τον δρόμο, γιατί τ' ανεμοσούρι δεν άφινε ούτε λαμπάδα, ούτε δαδί αναμμένο. Κατ' αυτόν τον τρόπο πήγαινε στην εκκλησιά κι' όλο τ' άλλο Χωριό. Κάθε φαμίλλια έβανε μπροστά έναν άντρα, ή μια γυναίκα, μένα δαυλί στο χέρι και τραβούσε για την εκκλησιά.

Και στην πλώρη καθησμένος ο μηχανικός με το τσιμπούκι αναμμένο εκουβέντιαζε ράθυμα και αναπαυτικά με τον Καλέμη σαν να ήσαν στο τραπέζι κάποιας ταβέρνας. Ο Αιγινήτης επήγε μακριά κ' έρριξε τον βουτηχτή του. Όμως δεν εύρισκε τίποτα εκεί και τραβώντας εμπρός έσυρε το καΐκι πάλι δίπλα στο καΐκι του Πίπιζα.

Ήλθε πάλιν με το κηράκι του το αναμμένο κ' εστάθη εμπρός μου και μου έφεγγε, και μ' ένα ασημένιο θυμιατό μ' εθυμίαζε με μοσχολίβανον. Σαν αλήθεια, σαν όνειρο. Κ' εκεί που επλησίαζε να σωθή τα κηράκι και να καή το μοσχολίβανον — ω ανέκφραστη στιγμή! — ακούω και μου φωνάζει με ρωμαλέαν φωνήν: — Μη φοβάσαι, Λαλεμήτρο! Ανέβατα καπούλια, να σε πάγωτην γυναίκα σου!

ΗΜΙΧΟΡΙΟΝ Νά, κύττα την εικόν' αυτή, όπου την Ύδρα τη Λερναία σκοτώνει του Διός ο γυιός μ' ένα χρυσό δρεπάνι, — κύτταξε, φίλη, κύτταξε! Ναι, βλέπω και κοντάαυτόν είν ένας άλλος που κρατεί ένα δαδί αναμμένο. Δεν έχουν τον Ιόλαο ζωγραφισμένο απάνω στο πανί, αυτόν που αγωνίσθηκε μαζύ με του Διός το γυιό;

Και σαν αποτέλειωσε τον αμανέ αυτόν και σβύστηκε σα στερνός σπασμός, σαν ύστερο ξεψύχημα με βαθειά αγωνία μοροζώντανου ανθρώπου ο ύστερος τόνος, το μπουζούκι πιο παραπονεμένο, πιο ξαγριωμένο, πιο αναμμένο, ξαναπήρε σκοπό του.

«Τι πα να πη αυτό; Αυτός ο νάνος δεν συνηθίζει να με υπηρετή για το καλό μου. Αλλά θα την πάθη. Πολύ τρελλός θάταν όποιος θάφηνε να του πιάσουν τ' αχνάρια των βημάτων του». Κατά τα μεσάνυχτα, ο Βασιληάς σηκώθηκε και βγήκε έξω, ακολουθούμενος από τον νάνο καμπούρη. Σκοτάδι ήταν μέσ' το δωμάτιο. Ούτε κερί αναμμένο, ούτε λάμπα. Ο Τριστάνος σηκώθηκε όρθιος στο κρεββάτι του.

Μόλις εκείνος απομακρύνθηκε, κοίταξε τριγύρω της και κατέβηκε μέχρι το σπιτάκι της γριάς Ποτόι. Η μικρή πόρτα ήταν ανοιχτή, αλλά στο εσωτερικό ήταν σκοτάδι και μόνο μετά το δειλό κάλεσμα της Νοέμι η γριά έκανε την εμφάνισή της μέσα από το πυκνό σκοτάδι της τρώγλης κρατώντας ένα δαυλί αναμμένο. Το κοκκινωπό αμυδρό φως έκανε να σπιθοβολούν τα κοσμήματά της. «Θεια-Ποτόι, εγώ είμαι.

Ο Έφις τον είχε δει λίγο πριν πάνω στο μικρό κρεβάτι κατά μήκος του τοίχου, με τα βλέφαρα κλειστά, τόσο λεπτά που έμοιαζε να τα διαπερνά το γαλάζιο των ματιών, με τα πυρόξανθα μαλλιά του πάνω στο λευκό του μαξιλαριού και τις γροθιές σφιχτές σαν μωρό που ονειρεύεται. Είχε ξεχάσει καταγής αναμμένο το φως.

Κατά το δειλινό, σαν άρχισε να γέρνη ο ήλιος, ο ένας ο εργάτης, εκεί πού έσκυφτε στη δουλειά του, κι' ο Γιάννης, με το τσιμπούκι του αναμμένο, εκάθητο σ' ένα μεγάλο κούτσουρο, και τον εκύτταζε πώς δουλεύει, δύο-τρία βήματα παρέκει, εκεί ο εργάτης βρίσκει κάτω στη γης ένα τάλλαρο, κολοννάτο.

Μήτε σπαθί μήτε τουφέκι δεν πήρε στο χέρι του. Μα έπιασε μπόμπα με το φιτίλι της αναμμένο. Ξέσπασε η μπόμπα παράκαιρα, κι ανέβηκε ο άγιος ο πατέρας στον ουρανό, δίχως να στείλη και τους Έξ' από δω στην πατρίδα τους. Τα ξέρεις όλα. Δε χρειαζότανε δα και πολλή σφαγή να τους ησυχάσουν τους Πολίτες οι Τούρκοι! Νισάφι δεν τόκαμαν οι Τούρκοι το αίμα τους. Αλύπητα τόχυσαν.