Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 11 Ιουνίου 2025


Παναγία μου! ανεφώνησεν η Βγένα η καπετάνισσα, ήτις είχε στυλωθή παρά την θυρίδα και ήκουε καθαρά πλέον. — Ο καπετάν Βγενιός, παπά μου, η βρατσέρα μας επάνω εις τον μώλον του Σχοινά! Να, τα πανάκια της! Να, το φαναράκι της αναμμένο! Παναγιά μου Λημνιά μου! Και ετέντωσε καλώς τα μάτια της η δεομένη, προσπαθούσα κάτι άλλο ακόμη να διακρίνη.

Η αδερφή μου η Άννούλα, έξη χρόνια μεγαλήτερή μου, κοίταζε τις μικροδουλειές του σπιτιού, μου έκανε και την παραμάννα. Βλέπεις τώρα πως είχα κι αδερφή. Τη ζωγραφιά της θα τηνε δης κατόπι. Τη φυλάγω σε ξεχωριστή γωνιά της καρδιάς μου, με καντηλάκι αναμμένο μπροστά της, που δε σβύνει ποτές. Πήγαμε λοιπό στην εκκλησιά εκείνη την Κεριακή.

Στη γλυκεία φωνή που ακούω να σπαρταρά, Χριστέ μου, κάνε με σκληρός να μείνω, αλόγιστος σαν το κοντάρι εκείνο, που σ' άνοιξε τη θεϊκή σου την πλευρά. Η ΜΑΝΝΑ. Δήτε τον. Όλο και τον ουρανό κυττάζει. Στα σωθικά μου η λαλιά του λες μολύβι αναμμένο στάζει. Πήτε μου, είπε τίποτε; Μαννάδες, βαστάτε με και μώρχονται ζαλάδες. Ο κόσμος γύρω μου σαν να χαλνά. ΜΑΝΝΑ. Για μια γυναίκα φαίνεται μιλά.

Και μέσα σε τέτοια ανιστόρητη συφορά, να γυρεύουνε, λέει, παππάδες και διάκοι να τα μπαλώσουνε με ψευτοπαρηγοριές και με κεράσματα. Σκυλί γινότανε να το συλλογιστή μοναχά! Ξεκίνησε πάλε και χώθηκε σαν κλέφτης μέσα στο σπίτι του. Το λυχνάρι, αναμμένο κ' η γριά η πεθερά του στο τηγάνι αντικρύ στης φωτιάς την αναλαμπή.

Μα δεν είχε εικόνες: ήτον όλη ασβεστωμένη!-μόνο στο τέμπλο το ξύλινο που στέκονταν πάνω απ’την Ωραία Πύλη δύο άγγελοι σκαλιστοί, μαυρειδεροί, καμμιά φορά χρυσωμένοι, ήταν ένας Άρχων Γαβριήλ κ' ένας Άι-Γιάννης ο Πρόδρομος μ' ένα καντηλάκι αναμμένο ο καθένας μπροστά του.

Πρέπει να στείλετε εξάπαντος κάποιον να φωνάξει τον Έφις. Ήρθε ο Τζατσίντο. Μετά να έρθετε να κοιμηθείτε μαζί μου. Φοβάμαι να μείνω μόνη…. με έναν ξένο…» «Θα πάω να φωνάξω κάποιον για να τον στείλω στο κτήμα. Εγώ όμως στο σπίτι σας δεν έρχομαι, όχι. Το σπίτι δεν το αφήνω στα χέρια του στοιχειού…Και για να μην μπει το στοιχειό όσο θα έλειπε, άφησε αναμμένο το δαυλί στο κατώφλι της πόρτας.

Επροχωρούσαμεν, όλα τα παιδιά προς την σκοτεινήν σκάλα του Νάρθηκα, για ν' αναβώμεν επάνω εις τον γυναικίτην· μπροστά ο Φαφάνας με το βιβλίον, τα ασημένια νομίσματα, και το κερί το αναμμένο, και δίπλα του εγώ σαν προστάτης· και του εψιθύριζατο αυτί, από αγάπην τάχα: — Μη φοβάσαι, μη φοβάσαι! Κοντά μας ήτανε τ' άλλα παιδιά με ζήλειαν κυττάζοντα.

Ο Αρχαιολόγος μ' ένα ψηλό ραβδί στη θέση του «φέρτε αρμεβημάτιζε απάνου κάτου με βήμα στρατιωτικό, σα να οδηγούσε μια Μεραρχία πίσω του. Το πρόσωπό του ήταν αναμμένο, τα μάτια του άγρια και τα μαλλιά του σηκωμένα, λες και βάδιζε ίσα στον οχτρό.

Λέξη Της Ημέρας

στριφογυρισμένα

Άλλοι Ψάχνουν