Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 1 Μαΐου 2025


Αυτός δε ο σοβαρός το ήθος και αγέρωχος, ο έχων τα φρύδια σηκωμένα, ο οποίος φαίνεται βυθισμένος εις σκέψεις και έχει δάσος από γένεια; ΜΕΝΙΠ. Είνε κάποιος φιλόσοφος, ω Ερμή, ή μάλλον αγύρτης και γεμάτος από ψεύδη, ώστε γδύσε τον και αυτόν και θα 'δης πολλά και γελοία κρυπτόμενα κάτω από το ένδυμά του.

Κι' αφτοί τριγύρω αμέσως στον ομορφόχτιστο βωμό αράδιασαν τα βόδια, κι' έπειτα χερονίφτηκαν και πήραν τα κριθάρια. Τότες παράκληση άρχισε ο Χρύσας ναν τους κάνει 450 με δυνατόφωνη λαλιά και χέρια σηκωμένα «Άκου με, αργυροδόξαρε, εσύ που διαφεντέβεις την Κίλλα με το τόσο βιος και το νησί της Χρύσας, και που φυλάει την Τένεδο τ' ανίκητό σου χέρι.

Κι' οι κράχτες σαν τις μοίρασαν στους πρώτους καπετάνιους των Τρώων και των Αχαιών, στη μέση ο Αγαμέμνος αψά παράκληση άρχισε με σηκωμένα χέρια 275 «Δία πατέρα π' αψηλά ορίζεις απ' την Ίδα, μεγάλε μυριοδόξαστε! κι' εσύ Ήλιε που τα πάντα βλέπεις κι' ακούς! και Ποταμοί και Γης! κι' εσείς στον Άδη που σαν πεθάνει ο ψέφτορκος θνητός τον τιμωράτε, μαρτύροι νάστε και πιστούς φυλάτε εσείς τους όρκους! 280 Αν λάχει ο Πάρης σήμερα και σφάξει το Μενέλα, αφτός ας έχει τη Λενιό μ' όλο το βιός, και πίσω να πάμε εμείς στα σπίτια μας με τα θαλάσσια πλοία.

ΣΟΛ. Αι ασκήσεις τας οποίας έχομεν, Ανάχαρσι, μας είνε αρκεταί, διότι ταιριάζουν προς τον χαρακτήρα μας, δεν μας πολυαρέσει δε να μιμούμεθα τα ξένα έθιμα. ΑΝΑΧ. Όχι, αλλά εννοείς, πιστεύω, πόσον ανόητον είνε να ξυλοκοπήται κανείς γυμνός και να έχη τα χέρια σηκωμένα προς τα επάνω, χωρίς τούτο να προξενή καμμίαν ωφέλειαν εις ένα έκαστον ή εις την πόλιν γενικώς.

Όταν τη νύχτα έφευγα από σένα, άμα έβγαινα απ' την πόρτα σου εστέκετο αντικρύ μου. Με πόση μέθη τον έβλεπα συχνά! συχνά με σηκωμένα χέρια το πήρα για σημάδι ιερό για την ευδαιμονία που τότε είχα! και ακόμη . . . Καρολίνα! τι δεν μου θυμίζει άπληστα μύρια ασήμαντα πράγματα που συ έπιασες, αγία μου! «Αγαπητό σκιαγράφημα! Σου το αφίνω κληρονομιά, Καρολίνα σε παρακαλώ να το τιμήσης.

Είπ', έλυσε την καταχνιά κ' εφάνη ο τόπος όλος• ευφράνθητην πατρίδα του ο θείος Οδυσσέας, κ' εφίλησε ο πολύπαθος την γην την σιτοδώρα, και προσευχήθη των νυμφών με χέρια σηκωμένα• 355 «Νύμφαις Ναϊάδες, του Διός ω κόραις, εγώ πλέον να σας ιδώ δεν έλπιζα• τώρα μ' ευχαίς γλυκείαις χαίρετε, και θα λάβετετο εξής και δώρα ως πρώτα, αν δώσ' η κόρη του Διός, η νικηφόρ' Αθήνη, ζωήεμέ και προκοπή του αγαπητού παιδιού μου». 360

Ο Αρχαιολόγος μ' ένα ψηλό ραβδί στη θέση του «φέρτε αρμεβημάτιζε απάνου κάτου με βήμα στρατιωτικό, σα να οδηγούσε μια Μεραρχία πίσω του. Το πρόσωπό του ήταν αναμμένο, τα μάτια του άγρια και τα μαλλιά του σηκωμένα, λες και βάδιζε ίσα στον οχτρό.

Και φεύγει κατά την πρύμη βιαστικός, με τα μαλλιά σηκωμένα, μ' ένα βήμα άταχτο, σαν να του έδοσαν τσεκουριά στο κεφάλι. — Χριστός βοσκρέσια!... Χριστός βοσκρέσια! ... γροικώ εκείνη την ώρα φωνές και γέλοια. Τρέχω στην κουπαστή· τι να ιδώ; Του διαβόλου πεντέξη Ρούσες, εκολυμπούσαν νεράιδες ολόγυρα στην πλώρη μας.

Λέξη Της Ημέρας

αύξαναν

Άλλοι Ψάχνουν