United States or Cambodia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Βάδιζε ασφαλώς! διότι ηξεύρεις ποίον φέρεις; τον ημιάτλαντα του κόσμου, τον βραχίονα και την περικεφαλαίαν του ανθρωπίνου γένους. Ομιλεί κατά την στιγμήν ταύτην ή ψιθυρίζει τα εξής : « Πού είνε ο εκ του γηραιού Νείλου όφις μου», διότι ούτω με ονομάζει. Αλλά βλέπω ότι τρέφομαι με ηδυπαθέστατον δηλητήριον.

Ενώ βάδιζε, κουνούσε πέραδώθε απειλητικά το ζερβί του χέρι και φώναζε ρυθμικά: — Παίδες Ελλήνων!.. παίδες Ελλήνων!... Παίδες Ελλήνων ίτε!.. ίτε!.. ίτε!.. Η φωνή του βροντερή κι άτρεμη στην αρχή καταντούσε σα λάλημα βραχνοκόκορα. Στο άνοιγμα της πόρτας στάθηκε ακίνητος, κυττάζοντας την κόρη με μάτια γουρλωμένα σα ν' απολιθώθηκε.

Και βάδιζε η κόρη μπροστά με το κλαρί της ανθισμένης λεμονιάς στο χέρι, γελαστή κι ολόχαρη σα νύφη στα πιστρόφια της. Πίσω της πήγαινε ο Δημητράκης, παραδομένος στ' όνειρο και στο έργο, σαν παλαιστής βέβαιος για τη νίκη του. — Εξαίσια! εφώναξε ο Γκενεβέζος· στυλώνοντας πέρα τα μάτια του, λες κ' έβλεπε καθρεφτισμένο εκεί το διάβα τους.

Ο Αρχαιολόγος μ' ένα ψηλό ραβδί στη θέση του «φέρτε αρμεβημάτιζε απάνου κάτου με βήμα στρατιωτικό, σα να οδηγούσε μια Μεραρχία πίσω του. Το πρόσωπό του ήταν αναμμένο, τα μάτια του άγρια και τα μαλλιά του σηκωμένα, λες και βάδιζε ίσα στον οχτρό.

Σα να πίστευε πως βάδιζε προς κάποια μεγάλη ευτυχία, τόσο έλαμπε η όψη της καθρεφτίζοντας το ζωντανό αίστημα, που έδενε μαζί εκείνο που υπήρξε με κείνο που υπήρχε. Και μου πέρασε στην ψυχή ένα τόσο θλιβερό συναίστημα με την ιδέα πως μπορούσε ναληθέψη η προαίστησή μου, ώστε μου ήταν αδύνατο να κρατήσω τους στοχασμούς μου. — Είσαι βέβαιη πως θα είναι, όπως το περιμένεις; ρώτησα.

Τα βαρειά του βλέφαρα βάραιναν απάνω σε αγαπητές οπτασίες· βάδιζε με βήματα μικρά για να θυμάται καλύτερα· αγαπούσε τη μοναξιά για να είναι περισσότερον καιρό με τον εαυτό του, όπως ήταν κάποτε ο εαυτός του. Καθετί στη μορφή του είχε τη ζαρωματιά των δακρύων...» Υπάρχει κάποια γνώμη γερμανού κριτικού, ότι στο τέλος ο Wilde αυτοκτόνησε σε κάποιο ξενοδοχείο στα γύρω των Παρισίων.

Τότε έγινε ξανά χαρούμενος γιατί γνώρισε το δρόμο και γιατί ο σκύλος ρουθούνισε, κούνησε την κομένη ουρά του κ' ήθελε να γυρίση σπίτι. Κι άξαφνα άρχισε να ποθή τη μαμά και τότε θυμήθηκε τα κίτρινα λουλούδια, που κρατούσε στο χέρι. Αργά και προσεχτικά βάδιζε τώρα προς το σπίτι κ' ίσως μόλις τώρα να θυμήθηκε αόριστα πως δεν έπρεπε να φύγη από το σπίτι.

Σε τέτοιο σώμα, βέβαια, κατοικεί αθάνατη ψυχή. — Κυττάξτε, φεύγουν είπε ο Γκενεβέζος με θλίψη. Η Ελπίδα ήταν κατεβασμένη από τον ώμο του Δημητράκη και βάδιζε μπροστά, κρατώντας ένα κλαρί ολανθισμένης λεμονιάς. Εβάδιζε γελαστή και ζωηρή, σα να είχε κυριέψη τον κόσμο. Η καλοδέματη κορμοστασιά της εφούμιζε το διάστημα, σαν τόνος απαραίτητος στη ζωγραφιά.

Αν κ' έλεγε με περηφάνεια πως είναι μητέρα δυο παιδιών, η Έλσα είταν ακόμα τόσο νέα κι όταν έβγαινε περίπατο ακκουμπημένη στο μπράτσο του αντρός της, τα βήματά της είτανε τόσο ελαστικά, κ' ενώ βάδιζε, έγερνε απάνω μου με μια κίνηση, που έδειχνε πως αν το ωραίο κεφάλι της το βάραινε κάτι, το κάτι αυτό δεν είτανε τα χρόνια.

Ο Έφις, ψόφιος από την κούραση, με τον πυρετό να του τρώει τα σωθικά, δεν προσπαθούσε να τους συνεφέρει, ούτε τους λυπόταν∙ του φαινόταν όμως ότι βάδιζε μέσα σ’ ένα όνειρο, όπου τον παρέσερνε μια συντροφιά φαντασμάτων, όπως τόσες φορές συνέβαινε τις νύχτες εκεί κάτω, στο κτηματάκι∙ ήταν κιόλας νεκρός και περιφερόταν ακόμη σε τούτον εδώ τον κόσμο, διωγμένος από τα βασίλεια του άλλου.