United States or Belgium ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έκοψ' εκείνη τους καρπούς της συμβουλής μου, και αυτός διωγμένος, — διά να μη μακρολογήσωέβαλε αρχήν να πέσητην βαρυκαρδίαν, εκείθετην νηστείαν, κείθετην αγρύπνια, εκείθετην αδυναμία, και πάλι εκείθετην ελαφρομυαλιά, κ' έτσι μ' αυτό 'πού λέγω το κατρακύλισμα ερροβόλησετην τρέλλαν, οπού δέρνεται ο νους του και όλοι εμείς τον κλαίμε. ΒΑΣΙΛΕΑΣ Φρονείς πώς είναι τούτο;

Ο Έφις, ψόφιος από την κούραση, με τον πυρετό να του τρώει τα σωθικά, δεν προσπαθούσε να τους συνεφέρει, ούτε τους λυπόταν∙ του φαινόταν όμως ότι βάδιζε μέσα σ’ ένα όνειρο, όπου τον παρέσερνε μια συντροφιά φαντασμάτων, όπως τόσες φορές συνέβαινε τις νύχτες εκεί κάτω, στο κτηματάκι∙ ήταν κιόλας νεκρός και περιφερόταν ακόμη σε τούτον εδώ τον κόσμο, διωγμένος από τα βασίλεια του άλλου.

Εγώ χωρίς απόκρισιν ευθύς εβγήκα από το παλάτι· και ξυραφίζοντας τα γένεια και φρύδια, ενδύθηκα τούτο το φόρεμα, και εβγήκα τέλος πάντων από την πόλιν εκείνην, διωγμένος ωσάν κατάδικος, έρημος, στερημένος από όλα, εκείνος οπού προ ολίγων ημερών εις το σχήμα και την μορφήν μαϊμούς ήμουν περίφημος, και δοξασμένος από όλους, και επιθυμούσα κάλλιον να ευρισκόμουν εις την μορφήν της μαϊμούς, παρά άνθρωπος τοιούτος καταφρονεμένος.

Είχε ο Τιμάσιος φερμένο στην Πόλη κάποιο Σύριο που άλλοτες πουλούσε λουκάνικαΒάργο τονέ λέγανεμα που κατάφερε τώρα να λάβη κι αυτός αξίωμα στο στρατό. Μαθαίνει ο Ευτρόπιος πως ο Βάργος είτανε διωγμένος από την Πόλη εξαιτίας κάποιας παρανομίας του, τον πιάνει, και φοβερίζοντας τον πως θα τονέ μαρτυρήση, τον κάμνει ο πονηρός Ευνούχος και κατηγορεί τον Τιμάσιο πως έχει στο νου του συνωμοσία!

&Τι έπαθε ο Αγαθούλης με τους Βουλγάρους.& Ο Αγαθούλης, διωγμένος από τον επίγειο παράδεισο, περπάτησε πολύν καιρό χωρίς να ξέρει για πού, κλαίοντας, σηκώνοντας τα μάτια του στον ουρανό, στρέφοντας τα συχνά προς τ' ωραιότερο των παλατιών, που είχε μέσα του την ωραιότερη από τις βαρωνέσσες. Κοιμήθηκε νηστικός μέσα στους αγρούς ανάμεσα σε δυο αυλάκια· το χιόνι έπεφτε σε μεγάλες τουλούπες.

Κι όλοι γύρω γελούν σα διαβαίνω και με σπρώχνουν παντού όπου ρωτώ, με θωρούνε γυμνό, πεινασμένο, ξένο, αλήτη με λεν, περιττό. Και βρισμένος, διωγμένος, πιο πέρα λαχταρώντας το τρέχω ολημέρα. Και η ψυχή πάντα μέσα μου λιώνει, άλλο πια δε βαστά το κορμί να γυρεύη όπου φτάνει όπου σώνει το ψωμί, το γλυκό το ψωμί. Αχ, ως ήρθα απ τη γη θα περάσω τον καημό του χωρίς να χορτάσω.

Αλλά τα σατανικά λόγια τους μου τάραξαν την καρδιά, και μόνη η αναχώρησίς σου θα με ησυχάση. Φεύγα. Και βέβαια πάλι θα σε καλέσω σε λίγο. Πήγαινε, πάντοτε αγαπημένο παιδί μουΌταν οι προδότες έμαθαν το νέο: Έφυγε, είπαν μεταξύ τους, έφυγε ο μάγος, διωγμένος σαν λωποδύτης.

Γιατί, αλήθεια, πολύ πικρά λόγια είχεν ακούση ο κακόμοιρος ο ναύτης απ' όλους· δεξιά και αριστερά τον κακολογούσαν. Το μεγάλο όμως χτύπημα, το αποφασιστικό, του το έδωκαν η γυναίκα του και το παιδί του το ίδιο. Διωγμένος απ' αυτήν, θα έμενε στο δρόμο μέσα, αν δεν ήταν η αδερφή του να τονε δεχτή στο φτωχικό της.