United States or Christmas Island ? Vote for the TOP Country of the Week !


Στο μεταξύ ο Ιουστινιανός, αφού δυνάμωσε τα οχυρώματα του παλατιού του, προσκάλεσε στην αίθουσα μεγάλο συβούλιο. Είταν ο Ιουστινιανός βυθισμένος σε μεγάλη θλίψη, και στην απελπισία του απάνω φαίνεται σα να μισαποφάσισε να μαζέψη τα πολύτιμά του και να φύγη στην Ηράκλεια της Θράκης, ίσως και κείθε μπορέση και ξαναπάρη την Πόλη. Αυτή είταν η γνώμη και του Καππαδόκη καθώς και του Βελισάριου.

Κατέβηκε ως τη Θράκη κι αυτός, κι από κείθε στέλνει μέρος του στρατού κατά την Ελλάδα, άλλο στη Θρακική Χερσόνησο μέσα, και το τρίτο μέρος, ως εφτά χιλιάδες, το παίρνει ο ίδιος και κατεβαίνει ίσια στην Πόλη. Και τόσο απροφύλαχτα είταν τα περίχωρα της Πρωτεύουσας, που πέρασε και του Αναστάσιου τα τειχίσματα. Φόβος και τρόμος τους έπιασε τους Πολίτες.

Έχε το νου σου μη τυχόν στις γάμπες της ορμήση, μέσ' στη στιγμή που η κορασιά μέσ' απ' το κύμα βγαίνει, και της ξεσχίση τώμορφο και ταπαλό της δέρμα. Αυτή από 'κείθε χίλια δυο τσακίσματα σου κάνει σαν αγκινάρας λούλουδο στου θεριστή ταγέρι· και φεύγει όταν την κυνηγάς, σε κυνηγά όταν φεύγης, και λαχταρά για να σε 'δή· γιατί από την αγάπη πολλές φορές, Πολύφημε, και τάσχημα ωμορφαίνουν.

«Αλάθευτα ο Τηλέμαχος μας ετοιμάζει φόνον, 325 είτε θα φέρη βοηθούς απ' την αμμώδη Πύλο, είτε απ' την Σπάρτην, επειδή και ορμή δείχνει μεγάλη• μην ίσως καιτην Έφυρα, το καρποφόρο χώμα, θα πάη, κείθε θανάσιμα να φέρη εδώ βοτάνια, κ' εις τον κρατήρα ρίξη τα και όλους μας θανατώση». 330

Την πρώτη εναντίωση τη βρήκε στο Τουρίνο, κ' εύκολα την καταπόνεσε. Κατεβαίνει στο Μιλάνο και κείθε στη Βερόνα. Κερδίζει εκεί άλλη λαμπρότερη νίκη, και προχωρεί κατά τη Ρώμη. Βγαίνει τότες ο Μαξέντιος να τον απαντήση, και σε τρίτη μεγάλη μάχη βρίσκει το τέλος του κι αυτός κ' η δύναμή του.

Στη γη σωρόν τον άφηκε, και κείθε σ' άλλα μέρη Διαβαίνει, κι' αποπίσω του σφαγή και φόνο φέρει· 440 Το σκοτωμό του Φωναρά να ιδή ο Νοτιάρης φρίζει, Έτζι γοργόν παράστρατα· κι' από θυμόν αφρίζει· Ατόφια κι' ολοστρόγγυλη μια πέτρα ευτύς αρπάζει, Μ' οργή πολλή και μάνητα καλά σαν τη χουφτιάζει, Στον Τρυπαφράχτη απανωθιό, οπού τον αντικρύζει, 445 Με γληγοράδα απίστευτη τα ίσια σφεντονίζει· Τον παίρει στο αντικέφαλο, κι' αιώνιο σκοτάδι Εθάμπωσε τα μάτια του· τον προβοδάει στον άδη.

Σίμωσα το πουρνάρι, βαστώντας το καπίστρι του μουλαριού στα χέρια μου, και πιάνομαι από το σχοινί της καμπάνας, που το κούναε δώθε και κείθε τ' απαλό φύσημα τ' αυγερινού δροσόπαγου. Με τους πρώτους της χτύπους όμως προγγάει το μουλάρι μου ξαφνιασμένο και ξεφεύγει από τα χέρια μου με κίντυνο να με παρασύρη κ' εμένα τον κατήφορο, αν δεν τ' απολούσα.

Είπε, κι' εκείνος χάρηκε σαν άκουσε το λόγο, και μες στους Τρώες τρέχοντας τους λόχους σταματούσε, τ' όπλο απ' τη μέση σφίγγοντας. Και στάθηκαν οι λόχοι. Μα άρχισαν κείθε οι Δαναοί ναν τόνε σημαδέβουν, και σαϊτιές του ρήχνανε και τον πετροβολούσαν. 80 Τότε έκραξε με μια φωνή μεγάλη ο Αγαμέμνος «Σταθείτε, παλικάρια μου! Αργίτες, μη βαράτε! Σα να ζητάει ο Έχτορας να μας μιλήσει κάτι

Εστροβίλιζε μια καρτέλα· άλλη καρτέλα· άλλη, άλλη. Εφούσκωναν, ανέμιζαν, εκλωθογύριζαν δώθε, κείθε, ψηλά, χαμηλά, πέρα τα κοντά φουστανάκια της. Εξέφεβγαν πάνω από τα γόνατα λίγο· απάνω, παραπάνω. Εξεσκέπαζαν τις σαρκωμένες τις άντζες της πίσω· πάνω, παραπάνω τις αντζακλείδες της. Εξεσκέπαζαν την κατακόκινη καλτσοδέτα πάνω, παραπάνω, ψηλότερ' ακόμη· λιγάκι· τόσο δα.

Ίσως δεν είναι και τόσο τυραννικά τάλλα του μέτρα όσο τα παράστησαν, ίσως δεν κλειστήκανε τα πανεπιστήμια της Αθήνας, και δε φύγανε γι' αυτό μερικοί Αθηναίοι σοφοί στην αυλή του Χοσρόη, κι από κείθε στη Λιβύα και στην Ευρώπη, καθώς λέχτηκε.