United States or Angola ? Vote for the TOP Country of the Week !


Συ λογιώτατε, εδώ. — Ελάτε, αλεπούδες! ΕΔΓΑΡ. Ιδέ τον, πώς εγούρλωσε τα 'μάτια και κυττάζει. Και συ, κυρία, βλέπε τον. — Ποιος θα γελάση πρώτος; Έλατο ποτάμι, 'μάτια μου, να μ' εύρης. ΓΕΛΩΤ Είναι τρυπημένο το μονόξυλό της και να τον φωνάξη δεν τολμά να σου 'πή τον λόγον που δεν έρχεται. ΕΔΓΑΡ Το βρωμοδαιμόνιον κυνηγά τον κακόμοιρον τον τρελλόν και κάμνει την φωνήν του αηδονιού.

Δεν είχεν ιδεί τον Μούρον, αλλ' ήτο βεβαία ότι αυτός θα ετράπη κατά την διεύθυνσιν την αντίθετον ης αυτή έλεγε, κατά τα Κοτρώνια, άνωθεν της οικίας, προς ανατολάς, εκεί όπου ήτον μαθημένος απ' τα μικρά του χρόνια να κυνηγά της κουκουβάγιες. Οι δύο άνδρες απήλθαν δρομαίοι. Ο είς φεύγων έρριψε τελευταίαν φιλύποπτον βλέμμα οπίσω διά της ημιανοικτής θύρας. Η Χαδούλα έκλεισε την θύραν.

Λοιπόν δεν πρέπει να διορίζωμεν νηφάλιον και σοφόν αρχηγόν εις τους μεθυσμένους και όχι αντιθέτως; Διότι, ο μεθυσμένος αρχηγός των μεθυσμένων και ο νέος ο μη σοφός, αν δεν κάμη κανέν μέγα κακόν, πολύ θα τον κυνηγά η καλή τύχη. Πολύ καλή βεβαίως.

Όμως ποντικοί κι άλλα των αλλών τώρα επτά χρόνια τρέφουν τον τρελλόν Φυλάξου από αυτόν, που με κυνηγά. Ησύχασε, δαιμόνιον! Σιώπα! ΓΛΟΣΤ. 'Σ αυτήν εδώ την συντροφιάν κατήντησες, αυθέντα; ΕΔΓΑΡ Είναι τρανός και φοβερός ο βασιλεύς του σκότους. Μοδόν τον λέγουν και Μαχού! ΓΛΟΣΤ. Αυθέντα, τα παιδιά μας, η σάρκα και το αίμα μας, επήραν κακόν δρόμον και κατατρέχουν τους γονείς!

Τον κυνηγά και η κακοτυχία. Δεν είνε μονάχη η κακομοιριά. — Μα δεν ξέρεις, κορίτσι μου, ότι όπου κακομοιριά, εκεί και κακοτυχία; . . .

Πρέπει να πάρω τα βουνά, δυχατέρα! είπεν αίφνης. Αν προφτάσω! — Γιατί, μάννα; είπεν εν αγωνία η Δελχαρώ. — Γιατί . . . με γυρεύουν για να με φυλακώσουν. — Αλήθεια; . . . Εσύ το έρριξες, μάνα, το κορίτσι στο πηγάδι;! — Όχι, μάρτυς μου ο Θεός! . . . Αυτό δεν το έκαμα, είπεν η Φραγκογιαννού. — Τότε; . . . — Σιώπα! — Η αμαρτία σε κυνηγά, μάνα, είπε δειλώς η Δελχαρώ. — Σιώπα!

Εμένα ο κύρης μου μανίζει πότε λίγο και φωνάζει, μα δεν είνε κακός. Ο δικός σου δεν κατέω ... Πυροβολισμός αντηχήσας από μικράς αποστάσεως τον διέκοψε. Δύο τρυγόνια επέρασαν κατεπτοημένα και εκ των πτερύγων του ενός έφευγον πτίλα. — Θάν' αδερφός μου, είπεν η Πηγή με ταραχήν. Οντέν έφυγε 'πήρε το τουφέκι του και θάν' επαδά κάτω και κυνηγά.

Πολλά σημεία μ' έκαμναν από τίνων ημερών να υποπτεύω, ότι το αχρείον πετεινάρι, του οποίου εθαύμαζα την συζυγικήν πίστιν, ήρχιζε να κυνηγά μίαν μικράν όρνιθα, η οποία δεν ήτο βεβαίως ομόγυλος του, αλλ' ανήκεν εις άλλην κάπως συγγενή φυλήν την λεγομένην περιβολάρικην.

Διότι είναι δυνατόν να μην έχη την επιστήμην τούτου, αλλά άλλην εις την θέσιν εκείνης, όταν κυνηγά την ώραν που ξεπετούν και συλλάβη κατά λάθος άλλην αντί άλλης, και τότε βεβαίως συμβαίνει να εκλάβη τα ένδεκα ως δώδεκα, διότι συνέλαβε μέσα του την επιστήμην των ένδεκα αντί των δώδεκα, ωσάν κανέν αγριοπερίστερο αντί περιστεράς. Θεαίτητος. Αυτό φαίνεται λογικόν. Σωκράτης.

Τον Έδγαρ ο πατέρας μου γυρεύει να τον πιάση κ' εμένα κάτι δύσκολον μου μένει να του παίξω. Εμπρός, λοιπόν. Ας μην αργώ. Βοήθησέ με, Τύχη! — Δυο λόγια έχω να σου 'πω. Καταίβα, αδελφέ μου. Εισέρχεται ο ΕΔΓΑΡ. Ω Έδγαρ, ο πατέρας μου σε κυνηγά. Να φύγης| Πού κρύπτεσαι το έμαθε. Θα σ' εύρη.