United States or Democratic Republic of the Congo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Βυθισμένος εις αυτούς τους υστερινούς στοχασμούς, που τους ελόγιαζα βεβαίους, επικραινόμουν μεγάλως χάνοντας κάθε μου ελπίδα δι' αυτήν.

Ζηλεύω τους πεθαμμένους, και ήθελα να ήμουνα μαζί τους. Δεν θέλω ούτε την αυγή να βλέπω πια, μα ούτε στη γη απάνω να πατώ· τόσω αγαπούσα εκείνην που μ' άρπαξεν ο θάνατος στον Άδη να την δώση. ΧΟΡΟΣ Προχώρησε, προχώρησε. Πήγαινε μέσ' στο σπίτι. ΑΔΜΗΤΟΣ Αλλοίμονο!.... ΧΟΡΟΣ Ο πόνος σου τους στεναγμούς αξίζει. ΑΔΜΗΤΟΣ Ωχ! ΧΟΡΟΣ Ξέρω στην οδύνην σου πως είσαι βυθισμένος. ΑΔΜΗΤΟΣ Αλλοίμονο.....

Στα άλλα όλα αναισθητώ, σ' εσένα βυθισμένος, Στον κόσμο μέσα βρίσκομαι, κι' από τον κόσμο ξένος. Στην ξενιτιά παντάξενος, στην ερημιά μου μόνος, Παντοτινή μου συντροφιά του χωρισμού σου ο πόνος. Πολλαίς φοραίς ηθέλησα ορμή του πόθου τόση, Να τη ζυγιάση σταθερή και μετρημένη γνώσι. Μη το πολύ της πιθυμιάς αξαίνοντας κορφόση, Και στην υγιά και στη ζωή περίσια με ζημιόση.

Και με τούτον τον τρόπον εβγήκα από το Μουσούλ, και ήλθα εδώ εις την Δαμασκόν, εις την οποίαν έλαβα την τιμήν διά να έμβω μέσα εις την δούλευσιν της Βασιλείας σου. Ετούτη, ω πολυχρονεμένε μου Βασιλέα, είναι η ιστορία της ζωής μου, και η αιτία ετούτης της βαθείας μου μελαγχολίας, εις την οποίαν είμαι πάντα βυθισμένος.

Πόσον κατά την ομιλίαν εγοητευόμουν από τα μαύρα της μάτια! πόσον τα ρόδινά της χείλη και τα φαιδρά δροσερά μαγουλά της εφείλκυαν ολόκληρον την ψυχήν μου! πόσον, όλως βυθισμένος εις το λαμπρόν νόημα των λόγων της, συχνάκις δεν άκουα καθόλου τας λέξεις, διά των οποίων εξεφράζετο! — Περί τούτου έχεις ήδη μίαν ιδέαν, διότι με γνωρίζεις.

Τι καλός που είσαι! είπεν εκείνη. Εκείνος επήρε βιβλίον και εκάθησεν απέναντί της. Βυθισμένος εις την ανάγνωσιν, δεν παρετήρησεν ότι η σύζυγος είχεν αποκοιμηθή. Αίφνης ήκουσε ψιθυρισμόν: — «Φύγε, φύγεΠαρετήρησε την σύζυγον, ης τα χείλη εκινούντο ηρέμα. Ανησύχησε και απέθεσε το βιβλίον. Αλλ' ο ύπνος της νεαράς γυναικός μετ' ολίγον εγένετο ησυχώτερος.

Είχε βγη τ' απομεσήμερο να περιδιαβάση κατά την συνήθεια του, και βυθισμένος στους στοχασμούς του ξεμάκρινε τόσο από την πολιτείαν, οπού όταν το εδοκήθηκε, ήταν πολύ κοντά να νυχτώση, και αδύνατο να γυρίση οπίσω.

Είμαι τόσον ευτυχής, φίλτατε μου, τόσον βυθισμένος εις το αίσθημα ησύχου υπάρξεως, ώστε ένεκα τούτου πάσχει η τέχνη μου. Δεν θα ηδυνάμην ήδη ουδέ γραμμή να χαράξω, και ουδέποτε υπήρξα μεγαλείτερος ζωγράφος ή εις τας στιγμάς αυτάς.

Εγώ, μια στα χαροπά κουνελάκια πάνω ξεχασμένος, πότε θα τρυπώση το ένα μες τα σκοίνα, και πότε θα ξεβγή τ' άλλο από τα χαλάσματα· και μια πάλι στο βιβλίο του φίλου μας βυθισμένος, ούτε που το λάβωσα καθόλου. Μου τρώγαν το δόλον ολοένα, τα παμπόνηρα. Είχα και του γέρου μου τις κοροϊδίες· — Α δε σου σχωρούν ταπεθαμένα, μου λεγε, ανάθεμά τα! Τους την ετίλωσες την κοιλιά. Και να πης κιόλα!

Ενώ δε ήτο βυθισμένος εις τους βαθείς διαλογισμούς του, το πυρ το εν αυτώ ήναψεν, και ωμίλησεν επί τέλους με την γλώσσαν του. Από παιδικής σχεδόν ηλικίας υπήρξεν εκουσίως ερημίτης. Εν τη απομονώσει του είχε κατανοήσει τα άρρητα μυστήρια της φύσεως. Εκεί ο αόρατος κόσμος κατέστη δι' αυτόν πραγματικότης.