Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 12 Μαΐου 2025
Οι άνθρωποι δεν ηξεύρουν ποσώς να υποταχθώσιν εις την θέλησιν των θεών! Ο Βινίκιος ήτο πολύ βυθισμένος εις τας σκέψεις ταύτας, ώστε δεν ηδύνατο να εννοήση την ειρωνείαν των λόγων τούτων. Καίτοι είχεν ερωτήσει τον Χίλωνα περί όλων όσα ούτος ηδύνατο να γνωρίζη, εστράφη και πάλιν προς αυτόν: — Και είδες εις το Οστριανόν την Λίγειαν και τον Ούρσον με τους ιδίους οφθαλμούς σου;
— Ω! καλά, είπε ο Αγαθούλης, δεν υπάρχει λοιπόν άλλος ευτυχής από μένα, όταν θα ξαναϊδώ τη δεσποινίδα Κυνεγόνδη. — Είναι πάντα καλό να ελπίζη κανείς, είπε ο Μαρτίνος. Ωστόσο οι μέρες, οι μήνες περνούσανε. Ο Κακαμπός δεν ερχότανε καθόλου κι' ο Αγαθούλης ήτανε τόσο βυθισμένος στη λύπη του, που ούτε καν συλλογίστηκε, πως η Πακέττα κι' ο αδερφός Γαρουφάλης δεν ήρθανε να τον ευχαριστήσουνε.
— Δεν είναι ζωή αυτή, του κάκου, μουρμουρίζει, και πετιέται πάλε απάνω να κοιτάξη την ώρα. Λαλούσαν τώρα οι πετεινοί απ' άκρη σ' άκρη του χωριού, και γλυκόφεγγε η ανατολή. Ώρες πρέπει να κοιτότανε βυθισμένος, δίχως να ξέρη κι αυτός. Τέλειωσε δεν τέλειωσε άλλο ένα τσιγάρο, και χαμογελούσε πια ροδοβαμμένος ο ουρανός, αναγάλλιαζαν πορφυρόχρυσα τα βουνά.
Εις τούτες ενώ εγώ είχα όλον τον νου μου, του αδελφού μου επαράδωσα την κυβέρνηση, και της βασιλείας μου έγινα ξένος, ενώ μ' είχε αρπάξει η αγάπη της μυστικής σπουδής, κ' ήμουν εις εκείνη βυθισμένος. Ο δολερός θείος σου, — ακούς; ΜΙΡ. Μ' όλη μου την προσοχή, αφέντη.
ΑΔΜΗΤΟΣ Κ' εκείνος κ' η μητέρα μου ζουν πάντοτε. ΗΡΑΚΛΗΣ Μα τότε μήπως η Άλκηστις επέθανε η γυναίκα σου; ΑΔΜΗΤΟΣ Για 'κείνην μία διπλή απάντησι μπορούσα να σου δώσω. ΗΡΑΚΛΗΣ Τι λες; επέθανε ή ζη; ΑΔΜΗΤΟΣ Και είναι και δεν είναι και είμαι εξ αιτίας της σε λύπη βυθισμένος. ΗΡΑΚΛΗΣ Τα λόγια σου εξήγησι καμμίαν δεν μου δίνουν. ΑΔΜΗΤΟΣ Δεν ξέρεις τι της ήτανε γραφτό από την Μοίρα;
Μου εφάνει ότι ήμουν βυθισμένος εις μίαν καταληπτικήν κρίσιν μακροτέραν και βαθυτέραν του συνήθους. Αιφνιδίως ένα παγωμένο χέρι απλώθηκε εις το μέτωπόν μου, μία δε ζωηρά και τραυλή φωνή εσύριξεν εις τα αυτιά μου την λέξιν «Σήκω». Εσηκώθηκα. Το σκότος ήτο απόλυτον. Δεν ημπορούσα να ίδω το πρόσωπον εκείνο που μ' εσήκωσε.
Παρακαλώ σε, θέσε το κάτου, και ησύχασε· όταν καή θα δακρύζη, που σ' έχει αγανακτήσει. Ο πατέρας μου είναι βυθισμένος εις την σπουδή του· παρακαλώ σε, αναπαύου· για τούτες τες τρεις ώρες αυτός δεν βγαίνει. ΦΕΡΔΙΝ. Ω υπεράκριβή μου Κυρία, ο ήλιος θέλει βασιλέψη, και πάλι θα μείνη ακάμωτος ο διωρισμένος κόπος.
Καθήμενος επί πέτρας υψηλής, προ της οποίας έβοσκον διεσπαρμένα τα πρόβατά του, ο Μανώλης έμενεν επί μακρόν βυθισμένος εις την μαγείαν του ονείρου του, έως ου τραχύ βέλασμα τράγου, παρατεινόμενον εις τον αντίλαλον των χαραδρών, τον επανέφερεν εις την πραγματικότητα, και τα ωραία φαντάσματα έφευγαν και εξηφανίζοντο, ως στρουθία πτοηθέντα.
Εκρατούσεν ένα ωραίον κομβοσχοίνιον, και εθυμίαζε με ένα ασημένιο θυμιατόν, ωσάν να ήτο Εκκλησία εκεί. Όταν ούριος ο άνεμος έπνεεν ή όταν ήτο γαλήνη, φροντίζων να έχη πάντοτε ένα καλόν και πιστόν λουστρόμον, αυτός άνοιγε τότε τα ωραία Εκκλησιαστικά βιβλία του και ανεγίνωσκε, βυθισμένος όλως εις το νόημα των Γραφών ή των άλλων λόγων των Αγίων Πατέρων.
Αυτός δε ο σοβαρός το ήθος και αγέρωχος, ο έχων τα φρύδια σηκωμένα, ο οποίος φαίνεται βυθισμένος εις σκέψεις και έχει δάσος από γένεια; ΜΕΝΙΠ. Είνε κάποιος φιλόσοφος, ω Ερμή, ή μάλλον αγύρτης και γεμάτος από ψεύδη, ώστε γδύσε τον και αυτόν και θα 'δης πολλά και γελοία κρυπτόμενα κάτω από το ένδυμά του.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν