Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 3 Μαΐου 2025
— Λοιπόν ακούσατε, πατέρες και αδελφοί, επήρε δρόμον να είπη ο κυρ Δημητράκης, ο γυιός μου ο Αγάλλος παγαινάμενος εις την Βλαχία, δεν ηθέλησε να πάρη 'κείνην που του έλεγα, θυμάσθε· εγώ πάλι ως καλός γονιός της έδωκα τον γυιό μου τον Λογιώτατο.
Κ' οι δύο κείνοι, την γλυκειάν αγάπη αφού χαρήκαν, 300 με ηδονή λόγους πολλούς ελέγαν μεταξύ τους. έλεγεν όσα υπόφερε 'ς το σπίτ' η γυνή θεία, την πάγκακη συνάθροισι να βλέπη των μνηστήρων, οπ' εξ αίτιας της πολλούς μόσχους και αρνιά παχεία έσφαζαν και από το κρασί τους πίθους αδειάζαν. 305 και πάλιν ο διογέννητος της έλεγε Οδυσσέας, πόσους ερήμωσε θνητούς και πόσ' έπαθ' εκείνος. άκουε κείνη με ηδονή και δεν της έπεφτ' ύπνος 'ς τα βλέφαρα, πριν όλ' αυτός με τάξιν ιστορήση. και άρχισε πώς τους Κίκοναις ενίκησε, κατόπι 310 πώς έφθασε 'ς την κάρπιμη των Λωτοφάγων χώρα, πόσ' έπραξεν ο Κύκλωπας, και αυτός πώς εκδικήθη 'ς τον άσπλαχνον 'που του 'φαγε τους ποθητούς συντρόφους· 'ς τον Αίολο πώς έφθασε, 'που ολόψυχα τον δέχθη, και τον προβόδα 'ς την γλυκειά πατρίδα του, αλλά μοίρα 315 δεν ήτο ακόμη, και άνεμος σφοδρός τον πήρε πάλι εις τα ιχθυοφόρα πέλαγα τον αναστεναγμένον. πώς πήγε 'ς την Τηλέπυλη των Λαιστρυγόνον χώρα, 'που σύντριψαν τα πλοία του και τους λαμπρούς συντρόφους όλους· και αυτός μ' ολόμαυρο καράβι εσώθη μόνος· 320 της είπ' όσα σοφίσματα και δόλους είχε η Κίρκη· 'ς του Άδη πώς κατέβηκε τ' αραχνιασμένο δώμα, να ερωτήση την ψυχή του μάντη Τειρεσία, με καράβι πολύσκαρμο κ' είδ' όλους τους συντρόφους, και κείνην 'που τον γέννησε και γλυκανάστησέ τον. 325 το λάλημα πώς άκουσε των ηχηρών Σειρήνων· 'ς ταις Πλαγκταίς Πέτρας, 'ς την δεινή Χάρυβδι, πώς ευρέθη, 'ς την Σκύλλα, οπού δεν πέρασε θνητός χωρίς να πάθη· οι σύντροφοι πώς φόνευσαν τα βώδια του Ηλίου· πώς με φλογώδη κεραυνόν ο υψηλοβρόντης Δίας 330 του 'σχισε το καράβι του, κ' οι σύντροφ' οι γενναίοι χαθήκαν όλοι, κ' έφυγε την μαύρη μοίρα μόνος· 'ς την Καλυψώ πώς έφθασε, 'ς την νήσον Ωγυγία, πώς τον κρατούσε, και άνδρα της επόθει να τον κάμη, 'ς τα κοίλα σπήλαια, κ' έτρεφεν αυτόν και γνώμην είχε 335 αθάνατον και αγέραστον αυτόν να καταστήση· αλλά ποτέ δεν έπειθε 'ς τα στήθη την ψυχή του· πώς έφθασε 'ς τους Φαίακαις, πολύ βασανισμένος· πώς ως θεόν ολόψυχα τον τίμησαν εκείνοι, και, αφού χρυσάφι, αφού χαλκόν κ' ενδύματα του δόσαν, 340 με καράβι τον έστειλαν 'ς την ποθητήν πατρίδα. και άλλο δεν είπε, ως έπεσε 'ς αυτόν ο γλυκύς ύπνος και όλα τα μέλη του 'λυσε και της ψυχής τα πάθη.
Μα έννοια σου, δε θ' αφήσω εγώ να λάμψη η απιστία της, ούτε θα την αφήσω να μ' εγκαταλείψη έτσι. Θα κάνω ό,τι μπορώ να της χαλάσω τα σχέδια. ΚΟΒΙΕΛ Πολύ καλά το λέτε. Κ' εγώ το ίδιο λογαριάζω να κάνω. ΚΛΕΟΝΤ Βοήθησέ με να μείνω αμετάτρεπτος στην απόφασί μου και να πετάξω από την καρδιά μου και το τελευταίο λείψανο του έρωτος που είχα για κείνην.
ΑΔΜΗΤΟΣ Κ' εκείνος κ' η μητέρα μου ζουν πάντοτε. ΗΡΑΚΛΗΣ Μα τότε μήπως η Άλκηστις επέθανε η γυναίκα σου; ΑΔΜΗΤΟΣ Για 'κείνην μία διπλή απάντησι μπορούσα να σου δώσω. ΗΡΑΚΛΗΣ Τι λες; επέθανε ή ζη; ΑΔΜΗΤΟΣ Και είναι και δεν είναι και είμαι εξ αιτίας της σε λύπη βυθισμένος. ΗΡΑΚΛΗΣ Τα λόγια σου εξήγησι καμμίαν δεν μου δίνουν. ΑΔΜΗΤΟΣ Δεν ξέρεις τι της ήτανε γραφτό από την Μοίρα;
Απάντησ' ο χοιροβοσκός, ο άρχος των ανθρώπων• «Ξένε, τούτ' όλα θα σου ειπώ• ακόμ' είν' ο Λαέρτης εις την ζωήν, αλλ' εύχεται παντοτινά 'ς τον Δία 'ς το σπίτι αυτού να εσβύνονταν η άχαρη ζωή του. για τον ξενιτεμμένον του υιόν βαρυστενάζει, 355 για την χρηστήν του σύντροφο, και ο θάνατος εκείνης εξόχως τον ελύπησε, κ' εγέρασε προ ώρας• άπ' το μαράζι εσβύσθηκε του ποθητού παιδιού της κείνη με θάνατον φρικτόν, 'που όμοιον να μη λάβη κανείς εγκάτοικος εδώ καλόπρακτός μου φίλος. 360 και όσον εκείνη εσώζονταν, μ' όσην και αν είχε θλίψι, μ' άρεγε ακόμη να ερευνώ, και να ζητώ να μάθω• τι μ' είχεν αναστήσει αυτή μαζή με την ωραία κόρη της υστερόγενη πλατύπεπλη Κτιμένη. ομού μ' αυτήν μ' ανάτρεφε, κ' ίσια σχεδόν μ' ετίμα. 365 και ότε και οι δύο φθάσαμε 'ς την ποθητή νεότη, κείνην 'ς την Σάμην έδωκαν, κ' έλαβαν μύρια δώρα. εμέ κατόπιν ένδυσε χλαμύδα και χιτώνα, πολύ λαμπρά φορέματα, κ' επόδεσέ μ' εκείνη, και 'ς τον αγρό μ' απόστειλε, και πάντοτε μ' αγάπα. 370 κείνα μου λείπουν τώρ', αλλά το έργο αυτό 'που κάμνω, μου το ευλογούν οι αθάνατοι, ως βλέπεις, και από τούτα έφαγα κ' έπια, κ' έδωσα των σεβαστών ανθρώπων. και απ' την κυρία τι γλυκόν, λόγον είτ' έργο, πλέον δεν βλέπουμεν, αφού 'πεσε 'ς το σπίτ' η δυστυχία, 375 οι αυθάδεις άνδρες• και πολλήν έχουν οι δούλοι ανάγκη, με την κυρία να ομιλούν, τα πράγματα να μάθουν, να φαν, να πιουν, μετέπειτα να παίρνουν 'ς τον αγρό τους και απ' αυτά, 'που την ψυχή των δούλων θεραπεύουν».
Κ' έπειτα εγώ το πένθος σου δεν θάχω ένα χρόνο, αλλά για όλη τη ζωή και ως που να πεθάνω θα νοιώθω περιφρόνησι για κείνην που μ' εγέννα και θα μισώ το γέρο μου πατέρα. Και οι δυο τους με λόγια μ' αγαπούσανε, αλλ' όχι και με έργα. Συ μοναχή δεν 'δείλιασες να δώσης τη ζωή σου, για να μου σώσης τη ζωή.
Αυτά π' κείνος, και άπτερος 'ς αυτήν ειπώθη ο λόγος· και, αφού την θύραν άνοιξε των υψηλών μεγάρων, κίνησε 'ς τον Τηλέμαχον κατόπι, και 'ς την μέση 400 των σκοτωμένων των νεκρών ηύρε τον Οδυσσέα, κατάμαυρον απ' αίματα και σκόνην, ως λεοντάρι, οπού βαδίζει, ως χόρτασεν απ' αυλισμένον ταύρο· το στήθος όλο και τα δυο σαγόνια στάζουν αίμα, και προχωρεί τρομακτικός 'ς την όψι· τότε ομοίως 405 πατόκορφα κατάμαυρος εφαίνετ' ο Οδυσσέας. και ως είδε η γραία τους νεκρούς και το περίσσιον αίμα, χαράς αρχίν' αλαλαγμό, 'ς το θαύμα οπ' είχ' εμπρός της, αλλ' ευθύς την εκράτησε κ' εμπόδισ' ο Οδυσσέας, και κείνην επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα· 410 «Ω γραία, χαίρου μέσα σου· σιγά, μην αλαλάζης· ασεβής ο καυχώμενος 'ς ανθρώπους σκοτωμένους. μοίρα θεών τους σύντριψε και τ' άνομά τους έργα· ότι κανέναν των θνητών ανθρώπων δεν σεβόνταν, όποιος και αν τους πλησίαζε, μικρός ήταν ή μέγας· 415 και ιδού, κακοθανάτισαν απ' τ' ασεβήματά των. ταις κόραις τώρα του σπιτιού συ θα μου φανερώσης, και αυταίς 'που με καταφρονούν, και όσαις δεν έχουν κρίμα».
— Παραπονιέστε, τους είπε η γρηά· αλοίμονο! δεν επάθατε συφορές σαν τις δικές μου. Η Κυνεγόνδη άρχισε σχεδόν να γελά κ' εύρισκε αυτή την αγαθή γυναίκα παρά πολύ διασκεδαστική με το να λέγη πως ήτανε πιο δυστυχισμένη από κείνην.
ΙΩΝ Ποια είνε; πόσο θα χαρώ, αν με βοηθήσης να τη βρω! ΚΡΕΟΥΣΑ Για 'κείνην ήλθα εγώ ιδώ, ο άνδρας μου πριν έλθη. ΙΩΝ Σαν τι γυρεύει; πες μου το να την υπηρετήσω. ΚΡΕΟΥΣΑ θέλει ένα μάντεμα κρυφό να μάθη από το Φοίβο. ΙΩΝ Για πες μου συ, κ' εγώ μπορώ να σε βοηθήσω στάλλα. ΚΡΕΟΥΣΑ Άκου λοιπόν το ιστορικό. . . μα ντρέπομαι να σου το ειπώ. ΙΩΝ Τότε δεν κάνεις τίποτε• γιατ' η ντροπή είν' οκνηρή.
Η μάνα μου την επρόσβαλε, την εσυκοφάντηοε, την εμίσησε αγριώτατα, όταν εκείνη δεν άνοιξε ποτέ το στόμα της να πη κακό γιαυτήν. Αλλά κεγώ δεν την έφερα ολιγώτερο στο θάνατο με την αδιαφορία μου. Για το κυνήγι απαρνήθηκα κείνην που τόσο μαγάπησε και τόσο μαγαπούσε.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν