United States or Germany ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είπε και με τα χέρια του νεφρά βωδιού παχεία 65 ψητά τους δίδει, 'πώλαβεν ο ίδιος ως πρωτείο• και άπλωσαν κείνοιτα έτοιμα φαγιά 'που 'χαν εμπρός τους. και του φαγιού και του πιοτού την όρεξι αφού σβήσαν, ωμίλησε ο Τηλέμαχος τότε του Νεστορίδη, την κεφαλή ζυγόνοντας, οι άλλοι μην ακούσουν• 70

Φαντάσου τόρα που σου γράφω, απάνω από εκατό ζευγάρια μάτια με κατατρώγουν. Και δε φτάνουν οι αρσενικοί, έχω και τους θηλυκούς. Τι χαριτωμένες γυναίκες οι επαρχιώτισσες!...Βιζαβί μου μπόλικες. Να αυτή η χοντρή και παχειά σαν βουτσί με τα δύο κορίτσιά της, κάτι μιξάρικα σιχαμένα, που θάταν όμορφα κορίτσια, αν ήξεραν να ντυθούν και να μιλήσουν.

«Άκου με, κόρη αδάμαστη του αιγιδοφόρου Δία• εάν ποτε ο πολύβουλοςτο σπίτι του Οδυσσέας μερία σου 'καψε παχειά βωδιών ή και προβάτων, τώρα να μου τα ενθυμηθής, και σώσε το παιδί μου, 765 και παύσε την αποκοτιά των πονηρών μνηστήρων».

Η στρατιωτική τιμή επέβαλλεν επί ποινή καταισχύνης, την άκραν καθαριότητα των όπλων. Αλλά προς ισοστάθμισιν της τοιαύτης απαιτήσεως ουδεμία αξίωσις υπήρχεν ως προς την λευκότητα της φουστανέλλας διό έβλεπέ τις απαστράπτοντα τα όπλα επί του ζοφερού χιτώνος ως αστέρας επί μέλανος ουρανού. Μεςτα τριφύλλια τα παχειά σιδέρικη φοράδα, Μαρμάρα, φίδι φτερωτό.. σ. 92.

Τα είχε ξεσκολήσει αυτά ο παπάς, μα ήθελε πάλι να τη δοκιμάση. Άπλωσε το χέρι του να την χαϊδέψη στο μάγουλο... Η παπαδιά έγεινε κόκκινη σαν τον αστακό απ' το θυμό της. Καθώς ήτανε παχειά κ' αιματώδισα, θαρρούσες πως θα σκάση. — Κάτω τα ξερά σου. Έχεις και λειτουργία αύριο, γέρο κολασμένε! — Ο Θεός είνε μεγάλος, παπαδιά. Άλλες είνε οι αμαρτίες. Η αγάπη δεν είνε κρίμα. Την έδωκε ο Θεός.

Τι λέγαμε στην αρχή;... Α! λέγαμε ότι η κάκω η Μήτραινα έσφαξε την πλειο παχειά της κόττα, τη ζεμάτησε τη μάδησε και την έβαλε να βράση ακέρια, σιγύρισε το σπιτοκάλυβό της, έστρωσε στην κορφή της παραστιάς την πρόκοβα της τη νυφιάτικη, έδεσε στην κρικέλλα τη σκύλλα της και περίμενε να ξημερώση του ΆηΓιαννιού, για νάρθη ο ξενιτεμένος της....

Οι τρεις π α ν ο σ ι ώ τ α τ ο ι, αφού ετοποθέτησαν τους όνους εις τον σταύλον, τα λείψανα των αγίων επί της κλίνης του ξενοδόχου και εαυτούς προ της εστίας, διότι νύκτες θεριναί δεν υπάρχουσιν εις τον τόπον εκείνον, ήνοιξαν τους ρώθωνας, ίνα οσφρανθώσι την κνίσσαν του μαγειρείου. Παχεία χην εστρέφετο υπεράνω σπινθηριζούσης ανθρακιάς και ετέρα έβραζεν εντός καλού οίνου της Ιγκελχείμης.

Αστραπή διαδέχεται την αστραπήν, βροντή την βροντήν και πριν προφθάση να εγερθή της θέσεώς της, χάλαζα παχεία μετά σφοδρού ανέμου αποκρύπτουν τα πέριξ από τους οφθαλμούς της.

Στη μεγάλη στράτα οι διαβάτες ήσαν εύθυμοι, ζωηροί, άλλοι γελούσαν, άλλοι καμάρωναν, άλλοι μιλούσαν δυνατά, με χειρονομίες και σχήματα. Οι πυκνές δενδροστοιχίες άπλωναν την παχειά τους σκιά στο δρόμο. Ο κάμπος ήτανε ολόγυρα γεμάτος από ανεμώνες. Γύρισα και ρώτησα πάλι τον παραλυτικό: — Γιατί το δρομαλάκι αυτό είναι έρημο και γιατί κανένας δεν πηγαίνει από κει;