United States or Vatican City ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και πήγαν έκατσαν τειχιού ανάμεσα και τάρφου· εκεί φωτιά άναψε ο καθείς κι' ετοίμασαν να φάνε. Κι' ο γιος τ' Ατρέα μαζεφτούς τους πρώτους στην καλύβα τους πήγαινε όλους, και λαμπρό τους έβαζε τραπέζι. 90 Κι' εκείνοι σ' έτοιμα άπλωσαν λιγούδια, ομπρός στρωμένα.

Τ' άλογα τότε ο Άλκιμος κι' ο Αφτομέδος πιάνουν και ζέβουν, κι' όμορφα λουριά τους βάζουν, και στα δόντια τα χαλινάρια, κι' άπλωσαν τα γκέμια τους ως πίσω στο καλοκάρφωτο κουτί. Κατόπι ο Αφτομέδος 395 πήρε στα χέρια καμοτσί λαμπρό και τεριασμένο, και μες στ' αμάξι πήδησε. Και πίσω ο Αχιλέας ανέβηκεάμα οπλίστηκεστ' αμάξι, και σκορπούσε αχτίδες λες απ' το χαλκό σαν ήλιος φωτοδότης.

Είπ', εσηκώθη και εις αυτόν κατόπ' οι σκηπτροφόροι• να εύρη επήγε ο κήρυκας τον αοιδόν τον θείον• και αγόρια αφού διαλέχθηκαν πενηνταδυό, κινήσαν, ως πρόσταξε, της άπατης θαλάσσης προς την άκρα. και εις το καράβι ως έφθασαν, κάτωτο περιγιάλι, 50 έσυραν εις την θάλασσα τ' ολόμαυρο καράβι• κατόπι εφέραν κ' έστησαν κατάρτι και πανία, με τρυπωτήραις τα κουπιά δερμάτιναις εδέσαν, με τάξιν όλα, και άπλωσαν τα κάτασπρα πανία, και τ' άραξαν σιμάτην γη ψηλά• κατόπι εβγήκαν, 55 και εις το παλάτι επήγαιναν του φρόνιμου Αλκινόου. γέμισαν τότ' η αίθουσαις, η αυλαίς και οι δρόμοι απ' άνδραις, 'που ολούθ' ερχόνταν, γέροντες πολλοί μαζή και νέοι. δώδεκ' αρνιά τους έσφαξεν ο Αλκίνοος και οκτώ χοίρους λευκόδονταις, στριφόποδα δυο βώδια, και ως τα εγδάραν 60 τα εσυγυρίσαν κ' έφθειασαν το πρόσχαρο τραπέζι.

Μπαμ! μπαμ! μπαμ! ακούνε στη μέσα τάπια άλλη· και μονομιάς, — Στα όπλααα! Στα όοοπλααα ! βραχνές αγριοφωνές άπλωσαν κ' εθόλωσαν μέσα του κάστρου τον αέρα.

Έτσι θα κάνουμε τρεις μέρες ως το χωριό, λέει ο Γκιτρίμης. — Κ' εκεί πού να χαθούμε τέτοιαν ώρα 'ςτά Χαλάσματα ολότελα; Τον ρωτάει ο Μπαρμπούτας. Όλ' εύραμε καλύτερα τα λόγια του Μπαρμπούτα κ' έτσι μείναμ' εδώ, 'ςτά Χαλάσματα. Ξεφόρτωσαν οι αγωγιάτες κι άπλωσαν 'ςτά θεόρατα κοτρώνια, περίγυρα της χορταριασμένης πλαγιάς, τα τσόλια των μουλαριών τους με τα δικά μας τα διπλάρια και τες καπότες.

Οι ψαράδες άπλωσαν τα δίκτυά των, να στεγνώσουν, και οι γεωργοί έστησαν τα άροτρα προ της αυλείου, ως τρόπαια χαρμόσυνα της εργασίας, της αληθούς εργασίας, ήτις πάντοτε θα ζη, και αιωνίως θα ζη και θα βασιλεύη. Η μόνη υπό Θεού ευλογημένη εργασία.

Όλοι οι αυλικοί έμεναν εκστατικοί και όλες η κυρίες άπλωσαν το χέρι για να λάβουν από ένα από τα διαμάντια που άρχισεν ο σοφός της Ολλάνδας να μοιράζη.

Είπε• και ο Ασφάλιος το νερό τούς έχυσε εις τα χέρια, ο επιμελής θεράποντας του ενδόξου Μενελάου• και άπλωσαν κείνοιτα έτοιμα φαγιά 'που 'χαν εμπρός τους.