Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 26 Ιουνίου 2025


Τον πατέρα και τον εσέβετο και τον ελάτρευε, αλλ' η καρδία της είχεν ομιλήση και η Αρσινόη ήτο δυστυχής . . . .. Δεν επάλαισεν όμως· ενώπιον της επιμόνου θελήσεως του καλού της πατρός, εδέησε να υποκύψη. Συνέπλεξε μετ' απελπισίας τας χείρας, έχυσε κρυφά πολλά δάκρυα, αλλ' υπέκυψε . . .

Αν είτανε μέρα και κατεβαίναμε, ίσως βρίσκαμε και μερικά λυχνάρια κομματιασμένα, που τι είδαν από τη στιγμή που βγήκαν από του τεχνίτη το χέρι, με πεισματάρικη σιωπή κρυφό το φυλάγουν! Το βλέπεις, το βλέπεις το λυχνάρι, το ρωτάς με λαχτάρα, σε τι ομορφιές έχυσε φως, σε τι αρετές, σε τι αλήθειες, σε τι μεγαλεία και δόξες, και στόμα δεν ανοίγει να σου μιλήση το βουβό το κεραμιδοκόμματο!

Μα όταν στο τέλος ένοιωσεν ο μαύρος τους αθλίους του γάμους, τον πόνο του δε βάσταξε και στη μανία της καρδιάς του διπλά έκαμε κακά· με το πατρόκτονό του χέρι τα μάτια του έχυσε σπηρουνιαστά.

Είπε• και ο Ασφάλιος το νερό τούς έχυσε εις τα χέρια, ο επιμελής θεράποντας του ενδόξου Μενελάου• και άπλωσαν κείνοιτα έτοιμα φαγιά 'που 'χαν εμπρός τους.

Ωστόσον εις το σπίτι του τον μέγαν Οδυσσέα έλουσε και άλειψε η καλή κελλάρισσα Ευρυνόμη, και φόρεμα τον ένδυσεν ωραίον και χιτώνα· 155 αλλ' η Αθηνά του λάμπρυνε το σώμα, να φαντάζη τρανώτερος, παχύτερος, και από την κεφαλή του σγουρήν την κόμην έσυρε 'πώμοιαζε ανθούς του κρίνου. και, ως όταν εις τον άργυρον χρυσάφι περιχύνη τεχνίτης, οπ' ο Ήφαιστος κ' η Αθήν' έχουν διδάξει 160 μ' εντέλεια να φιλοτεχνή χαριτωμένα έργα, όμοια και αυτούτην κεφαλή, 'ς το σώμ', έχυσε χάρι· καιτην μορφήν ωσάν θεός εβγήκε απ' τον λουτήρα, κ' εγύρισεν εις το θρονί 'που 'χε καθίσει πρώτα, της γυναικός του απέναντι, και προς εκείνην είπε· 165 «Ω τρομερή, 'που σού 'πλασαν, 'ς των θηλυκών το γένος, την απονώτερην ψυχήν οι κάτοικοι του Ολύμπου· ποι' άλλη γυνή θα 'μενε με ασύντριφτην καρδίαν ανάμερ' απ' τον άνδρα της, 'που, αφού πολλά 'χει πάθει, τον χρόνον θα 'φθανε εικοστόντην γη την πατρική του; 170 αλλ' έλα, κλίνην στρώσε μου, βυζάστρα, να πλαγιάσω και μόνος· ότι σίδερον έχειτα σπλάνα εκείνη».

Χίλιες φορές πήρε φαλάγγι τους εχθρούς του, ποτάμια έχυσε το αίμα τους στη γη. Μα ήταν οι εχθροί ασκέρι και δεν είχανε σωμό. Μα και το βασιλόπουλο με τα παλικάρια του αποσταμό δεν είχε. Στον καιρό αυτό μεγάλη ταραχή γίνηκε μες στο παλάτι. Η γρηά η βασίλισσα, κυττάζοντας μια μέρα τους θησαυρούς της, έλαβε μεγάλη τρομάρα. Τα μαργαριτάρια της, που άλλα στον κόσμο δε βρισκόντανε, ήτανε χαμένα.

Μίαν νύκτα ο Καλήδ επήγε κρυφά και έκοψε το κεφάλι του βρέφους, και έφερε το μαχαίρι αιματωμένον, και το έκρυψεν υποκάτω εις το στρώμα της Ρεσπίνας, τον καιρόν που αυτή έλειπε και έξω από αυτό έχυσε και σταλαγματιές αίματος από την σαρμανίτσαν του βρέφους έως εις το κρεββάτι αυτής της ανεύθυνης, διά να πέση εις αυτήν το βάρος πως το έσφαξε.

ΠΗΛΕΥΣ Ω ολέθριε υμέναιε, και την οικογένειάν μου και την πόλιν κατέστρεψες! Ω, παιδί μου, είθε ποτέ να μην έφερνες εις την οικογένειάν σου το αίσχος του γάμου σου, την Ερμιόνην, η οποία είναι η αιτία του θανάτου σου. Είθε κεραυνός να την είχε καύση πριν, αδύνατος συ θνητός, να μην είχες κατηγορήση ένα θεόν, τον Απόλλωνα, ότι με το τόξον του έχυσε το αίμα του πατρός σου.

Δεν ακούς που σου το λέγω, μητέρα; Είπε πάλ' εκείνος. Είναι το αίμα που τον πιάνει! Το αίμα, που έχυσε στον δρόμο του, εστοιχειώθηκε τώρα, και δεν τον αφήνει να περάση. Προχθές αναγκάσθηκε να γυρίσ' από τα μισόδρομα και ν' αφήση την πόστα. Ακούεις, είδε κάποιον που τον παραμόνευε: Χωρίς άλλο ήταν το αίμα.

Ό νάνος κοιμώτανε, όπως πάντα, στο δωμάτιο του Βασιληά. Όταν πίστεψε ότι όλοι κοιμώντανε, σηκώθη και ανάμεσα στο κρεββάτι του Τριστάνου και της Βασίλισσας έχυσε την ψιλή φαρίνα. Αν ο ένας από τους αγαπητικούς πήγαινε να σμίξη τον άλλο, η φαρίνα θα έδειχνε το ίχνος των βημάτων. Αλλά καθώς τη σκορπούσε, ο Τριστάνος, που έμεινε ξύπνιος τον είδε.

Λέξη Της Ημέρας

ισχνά

Άλλοι Ψάχνουν