United States or Cambodia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είπε· και αυτή περίχαρη πετάχθη από την κλίνη, την γραία σφικταγκάλιασε, και από τα βλέφαρά της έρριξε δάκρυ κ' είπε αυτής με λόγια πτερωμένα· «Έλα, βυζάστρα μου καλή, φανέρωσέ μου τώρα, 35 αν έφθασεν αληθινάτο σπίτι του, ως μου λέγεις, πώς τους αισχρούς κατώρθωσε μνηστήραις να κτυπήση μόνος, και κείνοι πάντοτε μέσ' ήσαν ενωμένοι».

Κ' η Ευρύκλεια της απάντησεν, η αγαπητή βυζάστρα• «Γλυκειά μου νύμφη, μάχαιραν έπαρε να με σφάξης, ή άφες μετο σπίτι σου• το πράγμα δεν σου κρύβω. τα εγνώριζ' όλα, κ' έδωκααυτόν ό,τι ζητούσε, 745 τον άρτο, το γλυκό κρασί• και εις μέγαν μ' έβαλ' όρκο, να μη σου ειπώ εγώ τίποτε πριν φέξ' η δωδεκάτη, ή μόνη επιθυμήσης τον και μάθης ότι εβγήκε, όπως μη φθείρης κλαίοντας την εύμορφην ειδή σου. αλλά, το σώμ' αφού λουσθής και καθαρά φορέσης, 750 πάρε ταις υπηρέτριαις σου, 'ς τ' ανώγι αναίβα κ' εύχου της Αθηνάς, της θυγατρός του αιγιδοφόρου Δία, 'που αυτόν και από τον θάνατο τότε ημπορεί να σώση. και γέροντα ταλαίπωρον συ μη ταλαιπωρήσης• ουδ' οι αθάνατοι, θαρρώ, παντάπασι το γένος 755 τ' Αρκεισιάδη εμίσησαν, και κάποιος θ' απομείνη, να 'χη τα υψηλά δώματα και τους παχείς αγρούς του».

Αυτά 'πε· και άκουσ' ο υιός τον ποθητόν πατέρα, και την βυζάστρα κάλεσεν Ευρύκλεια και της είπε· 15 «Ταις κόραις, μάννα, κράτει μουτα μέγαρ', ως να θέσω τα πατρικά μου τ' άρματατον θάλαμο, τα ωραία· μου τ' αφανίζ' όλα ο καπνόςτο σπίτι αμελημένα, αφού λείπει ο πατέρας μου· κ' εγώ μικρός τότ' ήμουν· θα τα φυλάξω τώρα εκεί 'που λάμπα δεν θα φθάση». 20

Τότε η βυζάστρα Ευρύκλεια τον είδε απ' όλους πρώτη, ενώ προβείαις άπλονετα τεχνικά θρονία, κ' ήλθ' έμπροσθέν του κλαίοντας• ολόγυρα κ' η άλλαις δούλαις εσυναθροίζονταν του αδάμαστου Οδυσσέα, και με χαραίςτην κεφαλή, 'ς τους ώμους, τον φιλούσαν. 35 απ' τον κοιτώνα η φρόνιμη τότ' ήλθε Πηνελόπη, κ' έλαμπε ωσάν την Άρτεμιν ή ωσάν την Αφροδίτη. έκλαψ', εσφικταγκάλιασε τον ποθητόν υιόν της, καιτο κεφάλι, 'ς τα λαμπρά μάτια τον εφιλούσε. και με παράπον' έλεγε• «Ήλθες, ω γλυκό φως μου, 40 Τηλέμαχε, και να σε ιδώ δεν έλπιζα εγώ πλέον, αφούτην Πύλον έπλευσες, χωρίς το θέλημά μου, κρυφά, να μάθης άκουσμα του ποθητού πατρός σου. αλλ' ό,τ' είδες ή και άκουσες, ειπέ μ' ένα προς ένα».

Είπε και το βλέμμ' έστρεψε κατά την Πηνελόπη να φανερώσ' ότι έφθασετο σπίτι ο ποθητός της. και αυτή να ιδή δεν δύνονταν αντίκρ' ή να νοήση, διότ' η Αθήνη αλλού τον νου της έστρεψε· και κείνος απ' τον λαιμό την έπιασε με το δεξί του χέρι, 480 και με τ' άλλο την έφερε σιμά του και της είπε· «Θα μ' αφανίσης, μάννα, συ; καιτούτο το βυζί σου συ μ' έφερες· και τώρα εγώ, αφού πολλά 'χω πάθει, τον χρόνον έφθασα εικοστόντην γη την πατρική μου. αλλ' αφού συ το νόησες θεόθεν διδαγμένη, 485 σίγα, μην άλλος άνθρωπος κανείς εδώ το μάθη. και άκουσε τώρ' ό,τι θα ειπώ και ο λόγος μου θα γείνη· αν μου υποτάξη ένας θεός τους θαυμαστούς μνηστήραις, ουδέ σε, την βυζάστρα μου, θα λυπηθώ, την ώρα 'πουτα ιδικά μου μέγαρα ταις δούλαις θα φονεύσω». 490

Είπε, κ' η Ευρύκλεια θρήνησεν, η αγαπητή βυζάστρα, και κλαίοντας του μίλησε με λόγια πτερωμένα•

Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμηεκείνην αποκρίθη· 80 «Βυζάστρα μου, είναι δύσκολον, αν και πολλά γνωρίζεις, να πιάση ο νους σου ταις βουλαίς θεών των αιωνίων. αλλ' όμως ας πηγαίνουμε κει, 'που 'ναι το παιδί μου, και των μνηστήρων τους νεκρούς να ιδώ και τον φονέα».