United States or Iraq ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΠΟΛΩΝΙΟΣ Προσκαλεί σε ο καιρός· οι δούλοι σε προσμένουν. ΛΑΕΡΤΗΣ Υγίαινε, Οφηλία, και μη λησμονήσης ό,τι σου είπα. ΟΦΗΛΙΑ Μες την μνήμην μου κλεισμένο είναι, και το κλειδί της κράτει συτο χέρι. ΛΑΕΡΤΗΣ Υγίαινε. ΠΟΛΩΝΙΟΣ Οφηλία, τι 'ναι αυτό 'πού σου 'πε; ΟΦΗΛΙΑ Διά τον πρίγκιπ' Αμλέτον κάτι, — μη βαρύνης.

ανδρεία σχετιζόμενη με την ηδονήν και την λύπην:& — Η ανδρεία όμως, αν και περιστρέφεται εις τα διάφορα είδη του θάρρους και του φόβου, δεν είναι ίση και εις τα δύο είδη, αλλά περισσότερον περιστρέφεται εις τα επίφοβα. Διότι μάλλον όστις είναι εις αυτά ατάραχος και κρατεί την θέσιν του είναι ανδρείος παρά ως προς τα απαιτούντα θάρρος.

Εκεί θαυρή γραμμένη Την πίστη μαςένα Σταυρό, τώνειρο, την ελπίδαένα δικέφαλο πουλί... Τούπε ο Θεός θα γένη... Σήμερ' αρχίζει ο κάματος. Ήρθαν τα πρωτοβρόχια, Θάμεθα 'μείς η προοιμιά. Άφαντος ζευγολάτης Που δε δελιάζειτη σπορά, κρατεί το χερουλάτη.

Όσοι μεν κατοικούσιν υπεράνω των ελών, κτίζουσι πύργους εις τους οποίους αναβαίνουσι και κοιμώνται· διότι οι κώνωπες, ένεκα του ανέμου, δεν δύνανται να πετώσιν υψηλά. Όσοι δε κατοικούσι περί τα έλη, αντί των πύργων, επενόησαν άλλο· πας άνθρωπος κρατεί δίκτυον· με αυτό δε την μεν ημέραν αλιεύει, την δε νύκτα περικαλύπτει την κλίνην του, και έπειτα ολισθαίνων κάτωθεν κοιμάται.

Αυτή η χώρα, αγαπημένε μου νέε, μου απεκρίθη ο χωριάτης, ονομάζεται Γάζνα· ο δίκαιος και άξιος βασιλεύς Βαχμάν κρατεί εκεί τον θρόνον του.

Και οι λόγοι των πάλιν λέγονται πάντοτε δι' ένα δούλον, καθώς είναι αυτοί, καθήμενοι εμπρός εις ένα σατράπην, ο οποίος κρατεί εις το χέρι του την δικαιοσύνην, και αι δίκαι ποτέ δεν γίνονται διά το τίποτε, αλλά πάντοτε διά το ατομικόν των συμφέρον και πολλάκις αγωνίζονται διά να σώσουν το κεφάλι των.

Ωρκίστικα ότι, άμα το ξαναϊδώ, έστω κι' αν πρόκειται να χαθώ, θα κάνω ό,τι μου πης, είτε γνωστικό είτε τρέλλα είναι. Φρονιμάδα ή τρέλλα, — να με! Πάρε με, ΤριστάνεΈπεσε λιποθυμισμένη στο στήθος του φίλου της. Όταν συνήλθε, ο Τριστάνος την κρατούσε αγκαλιασμένη και φιλούσε τα μάτια της και το πρόσωπό της. Κρύφτηκαν πίσω από το παραπέτασμα. Κρατεί την Βασίλισσα στα χέρια του.

Νομίζει ότι πρέπει να εκτελέση το έργον, αποφασίζει να το πράξη, κατακρίνει τον εαυτόν του διότι δεν το πράττει, αλλά ένας νόμος ανέκφραστος, βαθύτερος και δυνατώτερος παρά την πεποίθησιν τον κρατεί.

Διά της μιας αυτού χειρός κρατεί ράβδον χονδράν, διά της άλλης δε αναλικνίζει από των τεσσάρων του άκρων μανδήλιον ρυπαρόν, εις ου το βάθος κροταλίζουσιν ολίγα κέρματα. — Καλότα χαίρεστε, κυρά! λέγει ο νέηλυς, βλέπων εστρωμένην την τράπεζαν. Ο θεός να σας τα πληθαίνη! Το μάθαμε δα κάτωτο παζάρι όλοι μας, και το καταχαρήκαμε, μάρτυς μου ο Θεός!

Και δίπλα εκεί να ιδής, καλέ μου φίλε, καπετάνιε μου, επάνω εις ένα καναπέ ολόχρυσον ωσάν εις ένα θρόνον τον Άγιον Βασιλέα, οπού κοιμάται, και με τους ανασσασμούς του κονταναιβαίνει το στήθος του, σαν όταν κοιμάται ένας ζωντανός. Φορεί το στέμμα και κρατεί το σκήπτρον του ωχρός σαν πεθαμένος, πλην μαλακά τα μέλη του σαν ζωντανός . . .