United States or Bouvet Island ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είχανε μάλιστα αυτοί και την προστασία του βαρβαρικού του στοιχείου, όσο δεν είταν ακόμα ανακατεμένο με το ντόπιο· και τους προστάτευαν αυτούς οι βάρβαροι και μάλιστα ο Θοδορίχος, όχι από άλλο λόγο παρά για να μην αναγκάζουνται να προσμένουν το κάθε πράμα από τη δική μας ενέργεια.

Μα και τόσο καιρό δεν είναι ανάγκη να προσμένουν τα παιδιά μας, για να διούν τη γλώσσα τους ναλλάξη. Πολλοί παρατήρησαν, — και κατάντησε σήμερα να είναι γενική αλήθειαπου όσο δε γράφηκε μια ζωντανή γλώσσα, τόσο πιο έφκολα προχωρεί, δηλαδής αλλάζει και χαλνά. Ο λόγος είναι απλός κι αμέσως φαίνεται. Κάθε γλώσσα μεταμορφώνεται, μόνο που μιλιέται.

Κυρία, ήλθαν οι καλεσμένοι, το δείπνον είναι έτοι- μον, εσένα σε προσμένουν, την θυγατέρα σου την ζη- τούν, την παραμάναν την βλασφημούν εις το μαγει- ρειόν, και κάθε τι είναι εις τον τόπον του. Πηγαίνω εις την δουλειάν μου. — Κοπιάσατε αμέσως, αν αγαπάτε. ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ Αμέσως. — Ιουλιέτα μου, ο Πάρης μας προσμένει.

Ένας σωρός κορμιά δυστυχισμένα προσμένουν απ' το χέρι του να λάβουν θεραπείαν. Το πάθος των την δύναμιν της τέχνης υπερβαίνει, αλλά η χάρις του Θεούτο χέρι του εδόθη και όλοι θεραπεύονται ευθύς που τους εγγίση. ΜΑΛΚΟΛΜ Ευχαριστώ, καλέ ιατρέ. ΜΑΚΔΩΦ Τι είν' αυτό το πάθος; ΜΑΛΚΟΛΜ Το λέγουν πάθος πονηρόν. Θαυματουργεί αλήθεια ο βασιλεύς ο αγαθός αυτός!

Μα εκρέμονταν όλα κάτω παραλυμένα και μόνον τα μπρούλια τους ανάδευαν καμμιά φορά, σαν φιδάκια έτοιμα, να φάνε τα κεφάλια τους. Οι σκότες εκρέμονταν κ' εκείνες παράλυτες στα χέρια των ναυτών που άδικα προσμένουν ν’ ακούσουν την προσταγή για να γυρίσουν τα πανιά στον άνεμο.

Ενώ αυτός μιλούσε ακόμη, ο Δάφνης, αφού επετάχθηκε επάνω, είπε: — Καλά που μου τα θύμισες, πατέρα· πάω να ποτίσω τα γίδια, που βέβαια διψασμένα τώρα προσμένουν το σουραύλι μου κ' εγώ κάθουμαι εδώ χάμω. Όλοι εγλυκογέλασαν, επειδή, αν κ' είχε γίνει αφέντης, ήθελε να είναι ακόμη γιδάρης· κ' έστειλαν κάποιον άλλονε να φροντίση για κείνα. Κι αφού εκάμανε θυσία στο σωτήρα Δία, ετοίμαζαν το τραπέζι.

Μα κάτσε κι' άρχισε να τρως, γιατί οι θεοί προσμένουν, 95 και θαν τα πω εγώ σ' όλους τους τι μας μηνάει ο Δίας, άσκημες μας μηνάει δουλιές, που δε θαρρώ θ' ανοίξουν την όρεξη όντου ζωντανού, ούτε θεού ούτ' ανθρώπου, τώρα αν ακόμα μ' ήσυχο κεφάλι τρώει κανείς τους

Άμα έγινε άφαντος ο Αθανάσιος, αυτοί δίχως μήτε της Επιτροπής το γύρισμα να προσμένουν, καταδικάζουν όπως όπως τον Αθανάσιο και τραβούν κατά τα Ιεροσόλυμα να εγκαινιάσουνε το βασιλικό ναό. Γύρισε τότες κ' η Επιτροπή από την Αλεξάντρεια. Όχι μόνο καταδικασμένο τον είχαν τον Αθανάσιο, μα και χερεμένο κήρυξαν το θρόνο της Αλεξάντρειας. Αυτού απάνω έρχεται του Κωσταντίνου το μήνυμα.

Καθώς τ' ακούν οι Ποντικοί τραβούν τα μαγουλά τους, Και ο τόπος αχολόγησε οχ τα σκουξίματά τους. 220 Πικροί και απαρηγόρητοι, σ' οργή περίσσια μπαίνουν· Μόνε δεν κάθουνται άπραχτοι, μηδέ καιρό προσμένουν. Ολημερής διορίζουνται πυκνοί διαλαλητάδες, Να κάμουν σύναξι λαού απ' όλαις της αράδαις.

ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ Μα θα θελήσουν να περιμείνουν όσο να ξημερώση; Όσο γι' απόψε όμως ας μη με προσμένουν. ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ Δεν κάνετε καλά, κ. εργοστασιάρχη, δεν κάνετε καλά, και φοβάμαι μήπως σε λίγο τους δήτε όλους κάτου από το σπίτι σας. Στην οργή! Στην οργή! . . . Ό Φιντής αυτιάζεται. Έλα μέσα να δης και συ τι έχει η Αννούλα. Τόση ώρα δεν μπορώ να τη ησυχάσω.