Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 30 Απριλίου 2025
Χλιμίντρησαν δυνατά και δυο μουλάρια, σα να χαιρέτιζαν κι αυτά τα καϋμένα το γλυκοξημέρωμα, εκεί που δρόσιζαν τα διψασμένα ρουθούνια τους στο νερό. Ο αγωγιάτης τ' αράδιασε ύστερ' από κουτσάκι σε κουτσάκι σαμαριού με τα καπίστριά τους και τάσυρε κατά το μοναστήρι σουρίζοντας.
— Φλι, πιπλίφ! εσουράβλισε τσαμπούνες το μαβρειδερό το αίμα καταπέρα. Ετσιλάχρησε περίγυρα τον τόπο. Επιτσίλησε τη ρίζα της ξεροελιάς. Επότισε τα διψασμένα γύρω τα χώματα. Τα μανίκι του μαχαιριού χάθηκε κι αφτό μες το αίμα. Λαίμαργη κ' η λερή η μανίκα του χεριού, ρούφαε κ' εκείνη το αίμα. Εσφάδαζε το βόιδι ξαπλωταριά. Εσπαρτάριζε νεκροζώντανο το κορμί του. Ψυχοραγώντας αναχάσκιζε.
Της φαινόταν σαν να λιγοθυμούσε, όπως εκείνη την ημέρα, και πως τα δάκρυά της ήταν εκείνα του Τζατσίντο και τα ρουφούσε, σαν το χυμό ενός ξινού φρούτου, με τα τρεμάμενα χείλη της, διψασμένα από όλα εκείνα τα φιλιά που δεν έδωσαν ούτε πήραν. Τα νιάτα, το πάθος, ο πόνος του Τζατσίντο μεταγγίζονταν σ’ εκείνη.
Τα δένδρα παρεκάλεσαν διά βροχήν. Γνωρίζεις την προς αυτά αδυναμίαν μου· δεν υποφέρω να τα βλέπω διψασμένα. Συ, πλήρωσον τας λαγήνους σου και πέτα εις τας Αθήνας.
Χλιμίντρησαν δυνατά και δυο μουλάρια, σα να χαιρέτιζαν κι αυτά τα καϋμένα το γλυκοξημέρωμα, εκεί που δρόσιζαν τα διψασμένα ρουθούνια τους στο νερό. Ο αγωγιάτης τ' αράδιασε ύστερ' από κουτσάκι σε κουτσάκι σαμαριού με τα καπίστριά τους και τάσυρε κατά το μοναστήρι σουρίζοντας.
Είμαστε όλοι κρεμασμένοι στην κουπαστή με χείλη διψασμένα, τα χέρια τεντωμένα οργυιές, παραδομένο το κορμί στην άβυσσο. Το μάτι μας γαρίδα! Έβλεπες μέσα στο θαμπό νερό τα κορμιά τους κίτρινα σαν ελεφαντοκόκκαλο ν' αργοκινούνται και σ' έπιανε ανατριχίλα και πείσμα. Πείσμα και ζήλεια. Μας άπλωναν τα χέρια· τους εδίναμε την ψυχή.
Υπήγαν λοιπόν και οι δυο εις την γέφυραν. Τα δε πρόβατα, τα οποία ήσαν διψασμένα, άμα είδαν τον ποταμόν έτρεξαν να ποτισθούν. Βλέπεις πώς τρέχουν; είπεν ο μικρός Κλώσος. Θέλουν να χωθούν εις τον ποταμόν πάλιν. — Στάσου να υπάγω πρώτα εγώ, διά να μη σε δείρω, είπεν ο μεγάλος Κλώσος. Και εχώθη μέσα εις τον σάκκον, τον οποίον ο μικρός Κλώσος είχε βάλει εις την ράχιν ενός μεγάλου προβάτου.
Κ' εξεχνιόταν κυτάζοντάς τον με τα μάτια γλαρά, με τέτοιο ανάδεμα των χειλιών, που έλεγες ήταν μέλισσα κ' έτρεχε να κολλήση σε γλυκόχυμον ανθό. Αλλ' αμέσως ξαφνισμένη από το κάμωμά της. — Σουτ! εσφύριζε βάζοντας το ροδοδάχτυλο στα διψασμένα χειλάκια της και βλέποντας ολόγυρα — σουτ! μη μας ακούση ο γέρος!...
Τα μάτια του ήτανε ορθάνοιχτα, τα δάκτυλα στρημμένα σαν γάντζοι· ζητούσε να πάρη μια αναπνοή με βία· το στήθος του έβραζε, το στόμα του ανοιγόκλεινε, τα χείλια του πιπίλιζαν τον αέρα τρεμουλιαστά. — Παπά, πρόφτασε, είπε μια γερόντισσα, ξεψυχάει. Ο Παπα-Παρθένης, σαστισμένος, χωρίς να ξέρη κι' ο ίδιος τι κάνει, εζύγωσε το κουταλάκι, το άδειασε στα διψασμένα χείλια, που βύζαιναν τον αέρα.
Κ' εκείνος έπινε· έπινε διψασμένα κι αχόρταγα κ' ένοιωθε αμολόγητη χαρά. Τα λόγια κ' οι πράξες των προγόνων αντρείευαν την ψυχή του κι ατσάλωναν τα νεύρα του. Πότε του φέρνανε δάκρυα στα μάτια, πότε του χάριζαν γέλοιο στα χείλη· πότε στο μέτωπό του άπλωναν σύγνεφα και πότε στο πρόσωπό του περηφάνια. Κάθε φράση ή στίχος του χερόγραφου άνθιζε μέσα του κι απόδινε γοργά τα φύλλα και τους καρπούς του.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν