United States or Bolivia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Άνθρωποι του Παλατιού μας σήμερα θα διαλαλήσουντο λαό τον ορισμό μου. Ας ερθούν τα παλληκάρια, Ένας το νερό ν' αρχίση το χτιστό, το Κάστρο ο άλλος. Κι' αύριο ως που να γείρη ο ήλιος, πρώτος όποιος τους σκολάση Ταίρι σου να γίνη εκείνος Άρχεψαν τα παλληκάρια. Κείνος πώχτιζε το Κάστρον, ως το μεσημέρι απάνου Έτοιμα, πελεκημένα αράδιασε τα μάρμαρά του. Μάρμαρα βαριοκομμένα, χάλαρα θεόρατα.

Μα συλλογίστηκε, ότι η κορασιά άξιζε καλλίτερο γαμπρό κι από το φόβο μήπως, αν φαναρωθή καμιά φορά πως δεν είναι κόρη του, του λάχουν αγιάτρευτες συφορές, και το γάμο αρνήθηκε και να μη του ξανακάμη λόγο εζήτησε κι από τα δώρα, που του αράδιασε, παρατήθηκε.

Θυμήσου τι σου έλεγα την άλλη μέρα, Καρλή· την υστερνή, τη μόνη φορά που μου έγραψε, του είπα να μη μου γράψη πια, πως δεν είτανε δουλειά μου και να μη μου μιλήση για τέτοια πράματα. Θύμωσα και δεν έπρεπε να θυμώσω. Έπρεπε γλυκά και με τρόπο να την παρακαλέσω νανεβή στην κάμερή της. Φοβήθηκε πάλε και πάλε μου αράδιασε ψεφτιές. Αν τόλεγε ίσως μπορούσα να την πνίξω.

Του Αριστίωνα ως τόσο μήτε του πουλιού το γάλα δεν τούλειπε. Ως και χόρευε και ξεφάντωνε, κι απάνω από τα τειχίσματα τον έβριζε και τον περγελούσε το Σύλλα. Πήγανε μια μέρα μερικοί νοικοκυρέοι και τον παρακαλέσανε να τους λυπηθή τέλος και να κάμη ειρήνη. Τους αράδιασε όλους, και τους έκαμε σημάδι για τις σαϊτιές του. Μετά πολλά έστερξε κ' έστειλε δυο τρεις δικούς του να μιλήσουν του Σύλλα.

Αράδιασε πολλά από τα θαύματά της, ο ηγούμενος, είπε και για τα νταραβέρια του μοναστηριού, μου μέτρησε τους καλογέρους του και καλός, χαμογελώντας, γλυκός και καλοΐσκιοτος μ' όλο το πάχος του, μου ζωγράφιζε με χάρη τη ζωή του μοναστηριού, της ερημιάς και του βουνού.

Αυτά 'πε, και σηκώθη ορθός, και την πορφυρή χλαίνα και ομού το ξίφος κοφτερόν εγδύθη από τους ώμους. λάκκον πρώτ' έσκαψε μακρύν εις ταις αξίναις όλαις 120 έναν, και αυτού ταις έστησε και αράδιασε με στάφνη, και γύρω θύτησε την γη· και τον θαυμάζαν όλοι την τάξι πώς εγνώριζεν ενώ ποτέ δεν είδε. και ολόρθοςτο κατώφλιο δοκίμαζε το τόξο· τρεις το ελύγισε φοραίς με πόθο να το σύρη, 125 τρεις τον αφήκε η δύναμις, αλλ' όμως να τανύση το νεύρο και το σίδερο να διαπεράση εθάρρει·την τέταρτην, ως το 'συρνε μ' ανδρειά, το 'χε τανύσει, πλην την ορμή του εμπόδισε με νεύματ' ο Οδυσσέας. και πάλιν είπε η σεβαστή του Τηλεμάχου ανδρεία· 130 «Αχ! άνανδρος, αδύναμος, θα μείνω και κατόπι, ή νέος είμ' εγώ πολύ, και ακόμη δεν θαρρεύωτα χέρια μου, ν' αντισταθώάνδρ' αν μ' υβρίση πρώτος. αλλ' όσοι με υπερβαίνετετην δύναμιν, αρχήστε του τόξου εδώ την δοκιμήν, ο αγώνας να τελειώση». 135

Χλιμίντρησαν δυνατά και δυο μουλάρια, σα να χαιρέτιζαν κι αυτά τα καϋμένα το γλυκοξημέρωμα, εκεί που δρόσιζαν τα διψασμένα ρουθούνια τους στο νερό. Ο αγωγιάτης τ' αράδιασε ύστερ' από κουτσάκι σε κουτσάκι σαμαριού με τα καπίστριά τους και τάσυρε κατά το μοναστήρι σουρίζοντας.

Έκλαψε απαρηγόρητη τρεις 'μέραις και τρεις νύχταις. Αράδιασε το λείψανοολόχρυσο σιντόνι Κ' εκάλεσε ένα γλήγορο χιονάτο περιστέρι Αθώο, αθώο σαν κι' αυτή, το μόνο σύντροφό της Και το επαράγγειλε πιστά, και τέτοια του 'μιλάει: — Άνοιξε τα φτερούγια σου, μικρό μου περιστέρι, Και θε να πας γι' αγάπη μου σε μακρυνό ταξείδι.

Τότες με θρήνους μ' οδυρμούς το λατρεφτό του τέρι 590 τούπεσε πια στα πόδια του, κι' όλες μια μια τις πίκρες τ' αράδιασε των δύστυχων που τους παρθεί το κάστρο· σφάζουνται οι άντρες, η φωτιά τα σπίτια τούς ρημάζει, οχτροί τούς παίρνουν τα παιδιά, οχτροί και τις γυναίκες. Κι' εκείνου τούβραζε η καρδιά π' αγρίκαε τέτια πάθια, 595 κι' ορμά να πάει, και φόρεσε τ' αστραφτερά άρματά του.

Αράδιασε τέσερες καρέκλες στον τοίχο, στο τραπέζι κοντά. Επήδησε αλαφρά από το πάλκο κάτω. Ήρθε δυο τρία βήματα μπροστά. Εξαναγύρισε, και το καμάρωσε. Όξω τάλλα μαγαζιά κατάκλειστα. Όλοι εμαζέφτηκαν ενωρίς στα σπίτια τους, να δειπνήσουν για νάρθουν.