United States or United States Virgin Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τόρα όμως τι πρέπει να του ειπούμεν; Ποία κουτάλα από τας δύο πρέπει εις την φάβαν και την χύτραν; Ή μήπως είναι φανερόν ότι πρέπει η συκίνη; Διότι βεβαίως κάμνει την πηκτήν ευωδεστέραν, και συγχρόνως, αγαπητέ μου, δεν υπάρχει φόβος να σπάση την χύτραν και να μας χύση την φάβαν, και να σβύση την φωτιάν, και αυτούς που πρόκειται να δειπνήσουν να τους αφήση χωρίς καλόν φαγητόν.

Μόνον λυπούμαι, πως τούτο ήδη διεδόθη παντού. — Τότε το πράγμα άρχιζε να με πειράζη. Όλοι, όσοι ήρχοντο να δειπνήσουν και με εκύτταζαν, ενόμιζα ότι με εκύτταζαν γι' αυτό! Αυτό μου εχάλασε το αίμα.

«Κήρυκα, και τι σ' έστειλαν οι θαυμαστοί μνηστήρες; του θείου μήπως Οδυσσηά ταις δούλαις να προστάξης, τα έργα ν' αφήσουν και εις αυτούς τον δείπνο να ετοιμάσουν; γάμους αλλού να μη ζητούν, αλλού να μη συχνάζουν, αλλ' ας δειπνήσουν τώρ' εδώ τον ύστερό τους δείπνο! 685 'που γύρωθεν ερχόμενοι πυκνοί φθείρετε πλούτη, του Τηλεμάχου τα καλά• και τάχ' απ' τους γονείς σας πρότερον δεν ακούετε, ότ' ήσασθε παιδία, ποίος εις τους πατέραις σας ήταν ο Οδυσσέας, 'που δεν αδίκησε ποτέ με λόγον ή με πράξι 690 κανέναν, ως το συνηθούν οι βασιλείς οι θείοι, οπ' έναν άνθρωπον μισεί, τον άλλον αγαπάει. και αυτός εις άνθρωπον ποτέ κακό δεν έχει πράξει• αλλ' η ψυχή σας φαίνεται και τ' άπρεπα σας έργα, ουδέτα ευεργετήματα κατόπι έμεινε χάρι». 695

Αράδιασε τέσερες καρέκλες στον τοίχο, στο τραπέζι κοντά. Επήδησε αλαφρά από το πάλκο κάτω. Ήρθε δυο τρία βήματα μπροστά. Εξαναγύρισε, και το καμάρωσε. Όξω τάλλα μαγαζιά κατάκλειστα. Όλοι εμαζέφτηκαν ενωρίς στα σπίτια τους, να δειπνήσουν για νάρθουν.

Η Αροούγια βλέποντάς τον τόν εδέχθη με μεγάλην υποδεξίωσιν, και με πλαστήν αγαλλίασιν και αφού του έκαμε διάφορα χάιδια και ευγένειες όλες πλαστές τον επαρακάλεσε διά να καθίση εις το τραπέζι διά να δειπνήσουν.

Εκεί τας ηύρεν ο Σταμάτης ο Καρδοπάκης, και αφού ταις είπε τι είχε μάθει, τον εκράτησαν να κοιμηθή εκεί. Αφού εσταμάτησαν τον μύλον, κ' επήραν το «εξάγι» από το τελευταίον άλεσμα της ημέρας, εκάθησαν να δειπνήσουν εληές, τυρί και πλαθόπητταν οπτήν, την οποίαν είχε ψήσει εις ολίγα λεπτά, ανάψασα φωτιάν εν υπαίθρω, ως είδος εστίας ή καμίνου, κατά το πρόθυρον του κτιρίου, η Λουκρητία.

Και ο Κρίτων είπεν· Αλλ' εγώ νομίζω, ω Σώκρατες, ότι είναι ακόμη ήλιος επάνω εις τα βουνά και ακόμη δεν έχει βασιλεύσει· και συγχρόνως ηξεύρω και άλλους, οι οποίοι το πίνουν πολύ αργά, αφ' ού δοθή εις αυτούς η παραγγελία και αφ' ού δειπνήσουν και πίουν πολύ καλά και μερικοί μάλιστα αφ' ού συνευρεθούν με εκείνους, τους οποίους ήθελον επιθυμήσει· αλλά διόλου μη βιάζησαι, διότι υπάρχει ακόμη καιρός.

Αργά, πολύ αργά σχολάσαντες από την επίπονον εργασίαν των, είχαν καθήσει πλέον, κάτω εις την άμμον, παρά το κύμα, μεσάνυχτα σχεδόν, να δειπνήσουν, υπό το φως φαναρίου το οποίον απεκρέμασαν από τινος κονταρίου κάπου εκεί, δίπλα εις την αλιάδα των, η οποία πλυθείσα πλέον ήτο διπλαρωμένη εκεί, ένας ολογάλαζος γρύπος κατακαίνουργος.

Ενδυομένη και διατάττουσα μερικά οικιακά τα όποια έπρεπε να εκτελεσθούν κατά την απουσίαν μου, ελησμόνησα να δώσω ψωμί εις τα παιδιά διά να δειπνήσουν, και δεν θέλουν να τους το κόψη κανένας άλλος παρά μόνον εγώ. — Της έκαμα κάποιο μικρό φιλοφρόνημα· ολόκληρος η ψυχή μου ανεπαύετο επί του αναστήματος του τόνου, του τρόπου της και μόλις έλαβα την ευκαιρίαν ν' αναλάβω εκ της εκπλήξεώς μου όταν έτρεξεν εις το δωμάτιον διά να πάρη τα γάντια της και το ριπίδιον.